Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου είναι από τις πιο αναγνωρίσιμες ηθοποιούς της επικαιρότητας. Η θητεία της στην τηλεόραση, και ιδιαίτερα ο ρόλος της Ζουμπουλίας στο «Παρά 5» του Mega, φαίνεται ότι την κρατάει δεμένη με τον κόσμο. Ωστόσο εκείνη θέλει να μετακινείται από τη βεβαιότητα της επιτυχημένης συνταγής, για να ζήσει την αγάπη της για το θέατρο. Καφές ελληνικός λοιπόν στο κυλικείο του Εθνικού Θεάτρου, στο κεντρικό κτίριο της Αγίου Κωνσταντίνου, με την ηθοποιό να συμμετέχει στην παράσταση «Ξύπνα, Βασίλη» του Δημήτρη Ψαθά που σκηνοθετεί ο Βασίλης Μπινιάρης, συνδέοντάς τη με το σήμερα.
Η Ελισάβετ Κωνσταντινίδου είναι η μάνα του Βασίλη και εργάζεται για αυτόν τον ρόλο, προκειμένου να συμπληρώσει τα θεατρικά «θέλω» της. «Λέω πάντα εργάζομαι. Δεν μου αρέσει να λέω δουλεύω, γιατί το ρήμα προέρχεται από τη δουλεία. Για μένα αυτό το έργο είναι μια διαδικασία που μου προκαλεί χαρά και ο ρόλος της μάνας είναι δυναμικός, αφού ο χαρακτήρας της δείχνει μια γυναίκα που επιμένει να πείσει το παιδί της να την ακούσει και να βολευτεί.
Το έργο του Ψαθά βρίσκω ότι είναι πολύ επίκαιρο και βαθιά πολιτικοποιημένο. Δείχνει ότι οι Ελληνες βρίσκονται πάντα μεταξύ τους σε σύγκρουση υποστηρίζοντας αριστερούς ή δεξιούς. Δείχνει όμως και πόσο αλλάζουν οι πεποιθήσεις όταν υπάρχει η άνεση. Δηλαδή σαν η Αριστερά να υποστηρίζεται από ανθρώπους που έχουν ανάγκη κάπου να φτάσουν και κάτι να αποκτήσουν παραπάνω και σαν το αποκτήσεις αλλάζεις και τη σκέψη σου. Εδώ λοιπόν το έργο, επειδή είναι και κωμωδία, το δείχνει πολύ καθαρά: ένας ακραίος αριστερός που βολεύεται και πάει σύμφωνα με την καθεστηκυία τάξη».
Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΑΝΑ. Δύο γουλιές καφέ αργότερα ακολουθεί το «ζέσταμα» της κουβέντας μας με εντυπώσεις γύρω από τη σύγχρονη συνθήκη της ελληνίδας μάνας να ζει ακόμη με τα ενήλικα παιδιά της και ως μονίμως δυσαρεστημένη να γκρινιάζει επειδή λόγω κρίσης τα παιδιά της δεν μπορούν να έχουν εργασία, χρήματα, συντροφική σχέση.
«Εχω φίλους που στα 35 τους ζουν ακόμη με τους γονείς τους. Εχω και την ανιψιά μου που λόγω κρίσης έφυγε και ζει τώρα στο Βερολίνο, οπότε παρακολουθώ και τι γίνεται στο εξωτερικό. Είδα λοιπόν ότι οι γερμανίδες μάνες είναι διαφορετικές και ότι το παιδί αν είναι 18 και μένει ακόμη στο σπίτι τότε πρέπει να προσφέρει στα κοινά έξοδα. Εδώ σε εμάς οι νεότεροι λίγο έχουν ψυλλιαστεί και, αν υπάρχει η οικονομική άνεση, φεύγουν. Πόσο μου αρέσουν τα νέα παιδιά που είναι εξελιγμένα, με ωραίο μυαλό, σύμφωνοι με την ψυχοθεραπεία, άρα έχουν βρει και έχουν ψάξει τα θέματα με τα οιδιπόδειά τους, τα γονεϊκά τους και αποφασίζουν να τολμήσουν».
Στη διάρκεια της γνωριμίας δύο συνομιλητών η παράθεση στοιχείων του βιογραφικού είναι η απαραίτητη καύσιμη ύλη για να ενεργοποιηθεί η συζήτηση που θα ξεπεράσει την τυπικότητα των γενικών εννοιών. Στην περίπτωση της ηθοποιού είναι η κομβική στιγμή που ενώ ήταν παντρεμένη και εργαζόταν σε ναυτιλιακή εταιρεία προκύπτει η καλλιτεχνική ανησυχία.
«Εβγαζα τα δικά μου χρήματα, ήμουν τακτοποιημένη και ξαφνικά γίνεται το χάος. Κάτι με αναστάτωνε σε όλη την τάξη που είχε η ζωή μου και έτσι άφησα την εργασία μου, χώρισα και άλλαξα, ακολουθώντας θεατρικές σπουδές σε δραματική σχολή. Ηταν κάτι που δεν το είχα σκεφτεί και αυτό το έδειχνε στην αρχή το ντύσιμό μου. Πήγαινα ντυμένη όπως όταν ήμουν στο γραφείο, με σοβαρό στυλ. Εγινα σπουδάστρια θεάτρου και τα πήρα όλα να τα μάθω από την αρχή, εγώ που τότε δεν ήξερα ποιος ήταν ο “Γλάρος” του Τσέχοφ. Απλώς το ακολουθούσα, επειδή δεν μπορώ να μην ακολουθώ τα “θέλω” μου μέχρι και παραπάνω. Κάνω αγώνα για να σταθώ λιγάκι πιο πίσω από το να φτάσω τα “θέλω” μου. Ομως η ζωή όλων των ανθρώπων κάνει κύκλους και κάτι τελειώνει για να αρχίσει κάτι νέο. Το ξέρουμε πάντα αυτό. Το ξέρει το σώμα μας, το γνωρίζουν τα νεύρα μας. Το ίδιο γίνεται και στις σχέσεις μας και δεν τολμάμε να το παραδεχθούμε ή να το αλλάξουμε, οπότε μένουμε και βαλτώνουμε στα ίδια πράγματα. Μέσα μας όμως το ξέρουμε. Ετσι κι αλλιώς καθένας μας είναι συντονισμένος να το κάνει, αφού είναι προκαθορισμένο στο τι τελειώνει και τι ακολουθεί. Τα έχουμε οργανώσει ήδη πριν έρθουν».
Είναι στιγμές που η διαδρομή της συζήτησης με την Ελισάβετ Κωνσταντινίδου μοιάζει να έχει κρυπτογραφημένα μηνύματα προς αθέατους παραλήπτες. Το σίγουρο όμως είναι ότι η ηθοποιός έχει άπειρους θεατές της ερμηνευτικής της πορείας.
ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. «Υπηρέτησα ένα θέατρο πολύ σκληρό, το “εμπορικό”. Είναι σκληρό είδος γιατί και θα φέρεις κόσμο και θα λες τη γνώμη σου. Οταν είσαι εκεί, φαίνεται αν είσαι ικανός να κρατήσεις ένα έργο. Είναι ευθύνη σου, δεν αρκεί να είσαι ο γνωστός ή φίλος του σκηνοθέτη. Ο κόσμος έρχεται λοιπόν στο εμπορικό θέατρο επειδή σε αγαπάει. Είναι μια καθαρή σχέση. Βεβαίως και η τηλεόραση μου άλλαξε τη ζωή. Από τότε ο κόσμος που συναντώ στον δρόμο μού δίνει χαρά και ευχές, και είναι πολύ ωραίο αυτό το είδος σχέσης που έχω με εκείνους που με ακολουθούν στο θέατρο, διαβάζουν τις συνεντεύξεις μου και μου μιλάνε στον δρόμο ζητώντας να με ξαναδούν στην τηλεόραση. Δεν την αλλάζω αυτή τη σχέση. Η τηλεόραση είναι απαιτητική και καμιά φορά πιο σκληρή και από το θέατρο. Ομως δεν θέλω να κάνω και τα δύο ταυτόχρονα, γιατί θα έκανα εκπτώσεις και οικονομία δυνάμεων. Τώρα υπηρετώ στο Εθνικό. Είμαι στρατιώτης εδώ. Δεν υπάρχουν “ονόματα”. Ο τρόπος εργασίας μου είναι ο ίδιος. Θα ακούσω αυτό που έχει ως όραμα ο σκηνοθέτης. Αν και είμαι από τη φύση μου ασυγκράτητος χαρακτήρας. Αυτό ήταν και το δέλεαρ στη συνεργασία μου με το Εθνικό: να προσπαθώ να βρω την ελευθερία μου μέσα στη φόρμα. Δηλαδή να μπω στο σύστημα των κανόνων των κρατικών οργανισμών -που με ταράζει κάτι τέτοιο – ενώ ταυτόχρονα διατηρώ την ελευθερία μου. Θα μου άρεσε να κάτσω κάποια χρόνια εδώ και να κάνω κάποια έργα και κάποιους ρόλους, αλλά δεν μου αρέσει να πάθω αυτό που συμβαίνει σε αρκετούς ηθοποιούς της γενιάς μου. Να γίνονται δηλαδή δημόσιοι υπάλληλοι. Θα ήθελα να το αποφύγω. Δεν έχω τον εφησυχασμό του “βρέξει-χιονίσει θα έχω τον μισθό μου”. Δεν με ενδιαφέρει αυτό. Αλλωστε είναι και στη φύση της εργασίας μας το να είσαι ατακτοποίητος. Δεν το κάνεις για τα χρήματα. Είναι πιο εγωιστικό και φιλόδοξο. Κάνεις θέατρο για να “είσαι”, για το “πόσο μετράω”. Βέβαια, ζηλεύω και κάποιους ρόλους που είναι αντάξιοί μου και τους οποίους μόνο μέσα στο Εθνικό ή σε αντίστοιχο κρατικό θέατρο θα μπορούσα να κάνω. Σαν την Εκάβη στο “Τρίτο Στεφάνι”. Τι να κάνουμε, είναι ρόλος κομμένος για μένα… Ομως να διευκρινίσω ότι αυτό το βόλεμα της μονιμότητας του Δημοσίου που το παθαίνουν και οι καλοί ηθοποιοί εδώ στην Αθήνα δεν συμβαίνει, οπότε σε ενεργοποιεί. Μπορεί να παίζουν οι ίδιοι και οι ίδιοι αλλά τουλάχιστον δεν είναι μόνιμοι».
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΦΟΒΟΣ. Εφτασε απόγευμα. Η επιθυμία της Ελισάβετ Κωνσταντινίδου για πραγμάτωση της ερμηνείας συγκεκριμένων θεατρικών ρόλων είναι απεριόριστη. Μαζί με το «θέλω» της ήρθε και το «φοβάμαι». «Παλιά έλεγα ότι ο μεγάλος μου φόβος ήταν η μοναξιά. Τώρα λέω ότι είναι το να μην καταφέρω να εφαρμόσω στη ζωή μου αυτό που κατάλαβα ότι θέλω να γίνω. Θεωρώ ότι έρχομαι για να μάθω και αφού έχω καταλάβει τι είναι να μάθω, θέλω να συμβεί». Το πρόσωπό της σοβαρεύει και η φωνή της ηθοποιού επεξεργάζεται την αναπάντεχη χροιά συγκίνησης.
«Θα ήθελα να ενσωματωθώ, να μην έχω ανάγκη να διακρίνομαι. Να μην το έχω ανάγκη να φαίνομαι. Είναι πολύ προσωπικό αυτό. Το κόντρα της εργασίας μου είναι να παλεύω με τη ματαιοδοξία. Το ουσιαστικό της εργασίας μου στο θέατρο είναι να αγαπώ ό,τι είναι στο θέατρο. Αλλά δεν αγαπώ ό,τι είναι γύρω από το θέατρο».
Coffee spot: Εθνικό Θέατρο, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24.
Δείτε: «Ξύπνα, Βασίλη» του Δημήτρη Ψαθά, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπινιάρη.