Το «ΑRT» έκανε πρεμιέρα πριν από 24 χρόνια στο Παρίσι (Οκτώβριος 1994) και δύο χρόνια μετά μεταφέρθηκε στο West End του Λονδίνου, σε μετάφραση του Κρίστοφερ Χάμπτον με τον Αλμπερτ Φίνεϊ ανάμεσα στους τρεις πρωταγωνιστές. Η παράσταση, εκτός από τη βρετανική πρωτεύουσα, περιόδευσε και αποτέλεσε επιτυχία διαρκείας. Το 1998 μεταφέρθηκε στο Μπρόντγουεϊ, ενώ πρόσφατα, το 2016, ανέβηκε στο Old Vic, για να γιορτάσει την πρώτη του εικοσαετία (στην Αγγλία). Στην Αθήνα πρωτοπαρουσιάστηκε από τον Σταμάτη Φασουλή το 1998 με τον ίδιο, τον Γιώργο Κωνσταντίνου και τον Γιάννη Βούρο στη διανομή (θέατρο Κάππα).
Η Γιασμίνα Ρεζά (Yasmina Reza, 1959), κόρη εβραίων ιρανοουγγρικής καταγωγής, με ρωσικές καταβολές, γεννήθηκε και σπούδασε στο Παρίσι. Εκτός από επιτυχημένη θεατρική συγγραφέας είναι και ηθοποιός, μυθιστοριογράγος, σεναριογράφος. Το «ART» (έχει μεταφραστεί σε 35 γλώσσες) και μαζί με τον «Θεό της σφαγής» είναι τα δύο θεατρικά που της έδωσαν διεθνή αναγνώριση. Η ίδια έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία για τη συγγραφική της δουλειά.
Το έργο καταπιάνεται με την ανδρική φιλία και συγχρόνως βάζει στο μικροσκόπιο τη σύγχρονη τέχνη με γερές δόσεις χιούμορ. Με αφορμή την αγορά ενός ολόλευκου πίνακα, διαστάσεων 1,5 x 1 μ., ενός διάσημου ζωγράφου στην τιμή των 200.000 ευρώ, τρεις άντρες ανατρέχουν στην 20χρονη φιλική σχέση που μοιράζονται. Το «ART» είναι μια έξυπνη κωμωδία, που δεν στέκεται στην επιφάνεια αλλά και ούτε παίρνει πολύ στα σοβαρά όλα αυτά που πραγματεύεται. Ο Σερζ είναι εκείνος που αγόρασε τον πίνακα. Ο Μαρκ είναι εκείνος που αμφισβητεί πλήρως την αξία του έργου. Και ο Ιβάν είναι το απαραίτητο στοιχείο σε κάθε τρίγωνο, εκείνος που προσπαθεί να εξισορροπήσει τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις.
Ο Θοδωρής Αθερίδης ανέλαβε να το σκηνοθετήσει, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα τον ρόλο του Σερζ, ενώ διαθέτει μια γερή πρώτη ύλη: τη μετάφραση του Σταμάτη Φασουλή που αποτυπώνει με ακρίβεια το πρωτότυπο, σε ένα κείμενο το οποίο διαθέτει ομοιογένεια, διατηρώντας παράλληλα έναν αυτόνομο τρόπο έκφρασης και λόγου στον καθένα από τους τρεις ήρωες. Η Ρεζά ανήκει στους συγγραφείς που τοποθετούν ύστερα από σκέψη κάθε λέξη στη φράση, και αυτό πρέπει να αποτυπωθεί στη μετάφραση, όπως κι έγινε.
Μέσα στο λευκό σκηνικό, με τον λευκό καναπέ, ο λευκός πίνακας σηματοδοτεί το παράδοξο έως και παράλογο της εποχής μας και δίνει το έναυσμα για τη σύγκρουση. Οι τρεις ηθοποιοί, που κινούνται μέσα σε όλο το θέατρο, συνδιαλέγονται άλλοτε σε τετ α τετ και άλλοτε σε τρίγωνο, ενώ έχουν και τις εσωτερικές τους στιγμές, κοινωνώντας τις σκέψεις τους στο κοινό – με την αρωγή των φωτισμών.
Η σκηνοθεσία ακολουθεί το κείμενο, επιτρέποντας σε κάθε ρόλο να αναδειχθεί. Η παράσταση είναι ένας αγώνας για τρεις. Και το καταφέρνει. Το κωμικό στοιχείο αναδεικνύεται και μαζί το δεύτερο επίπεδο του έργου, οι δύσκολες ανθρώπινες σχέσεις.
Με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο να αναδεικνύει το ταλέντο του στους μικρούς μονολόγους του Ιβάν, τον Θοδωρή Αθερίδη να μεταφέρει επί σκηνής την παράλογη κανονικότητα του Σερζ και τον Αλκι Κούρκουλο να προσδίδει στον προκλητικό Μαρκ μια εσωτερική αυτοσαρκαστική διάσταση, η παράσταση στο Μικρό Παλλάς αναδεικνύει τις αρετές ενός έργου που ψυχαγωγεί και δικαιολογεί τη μεγάλη του επιτυχία.
Η κληρονομιά της Κατερίνας Ευαγγελάτου
Πολλά είναι τα παιδιά που συνεχίζουν στον ίδιο δρόμο με τους γονείς τους. Λίγα, πολύ λίγα είναι εκείνα που καταφέρνουν να κάνουν δικό τους το βαρύ επώνυμο που φέρουν, ξεφεύγοντας τη σύγκριση. Το ελληνικό θέατρο είναι γεμάτο από γιους και κόρες, κι ας μην του φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού. Και αυτό γιατί οι περισσότεροι που ξεκινούν στα χνάρια των γονιών τους χάνονται στον δρόμο. Κανένα όνομα και κανένα επώνυμο δεν αρκεί για να γεμίσει την πλατεία ενός θεάτρου.
Με διπλή ταυτότητα μπήκε στο θέατρο η Κατερίνα Ευαγγελάτου: η κόρη του Σπύρου Ευαγγελάτου και της Λήδας Τασοπούλου, που μεγάλωσε, κυριολεκτικά μέσα στο Αμφι-Θέατρο που ίδρυσε ο πατέρας της, δεν ξέφυγε από τη μηλιά και το μήλο. Αλλά αυτό στάθηκε η αφετηρία και μόνον. Με σπουδές φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, υποκριτικής στη Δραματική του Εθνικού και σκηνοθεσίας στην Αγγλία και στη Ρωσία, και αφού έπαιξε λίγο ως ηθοποιός, διάλεξε τελικά τον δρόμο της σκηνοθεσίας. Χωρίς κόμπλεξ, αλίμονο, του επωνύμου της, με κάποιες πρώτες «οικογενειακές» συνεργασίες, δεν άργησε να αυτονομηθεί.
Δώδεκα χρόνια σκηνοθετεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου και ο τρόπος που αντιμετωπίζει τη δουλειά της, σε συνδυασμό με τα έργα που επιλέγει, την κατατάσσει σήμερα στην πρώτη γραμμή. Με ένα ρεπερτόριο που κινείται κυρίως γύρω από τη μεγάλη δραματουργία με έργα των Γκαίτε, Οργουελ, Ευριπίδη, σε συνδυασμό με το σύγχρονο αλλά και το ελληνικό έργο, ετοιμάζεται τώρα για την «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Σαίξπηρ (στο «Κατερίνα Βασιλάκου»), ενώ έπεται ο «Βόιτσεκ» του Μπίχνερ (στο Δημοτικό του Πειραιά).
Στην περίπτωσή της η κληρονομιά του ονόματος συμπεριέλαβε και μια σειρά χαρακτηριστικών, ξεκινώντας από έναν τρόπο δουλειάς που βασίζεται στη μελέτη, στην οργάνωση, στην πειθαρχία και στη σοβαρότητα. Με τις σκηνοθεσίες της η Κατερίνα Ευαγγελάτου μετατρέπει την ιδέα σε πρόταση, αποτελώντας σήμερα σημείο αναφοράς. Ανήκει στους καλλιτέχνες που ήρθαν για να μείνουν.
Οπως ανήκει και στους ανθρώπους που κατάφεραν να διαχειριστούν μια τριπλή απώλεια – της μάνας της πρώτα, του πατέρα της πιο πρόσφατα, με ενδιάμεση και δυσκολότερη εκείνη του αδελφού της.