Ας πάμε ανάποδα στον χρόνο. Για να δούμε τι είναι μόδα, ώστε να καταλάβουμε τι δεν είναι. Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970 με θυμάμαι, μαθήτρια ακόμη, να μπαίνω σε ένα τόσο δα μαγαζάκι, μια τρύπα, στις αρχές της οδού Σόλωνος. Το είχαν ο Billy Bo και ο Μάκης Τσέλιος. Και πουλούσαν αποκλειστικά «παραλλαγές σε ένα πουκάμισο» με γιακά τύπου Μάο και πατιλέτα. Η παραλλαγή που είχα αγοράσει εγώ ήταν ένα φόρεμα από γαλάζια φανέλα με λεπτή ρίγα το οποίο σε κάποια ντουλάπα στο σπίτι της μητέρας μου βρίσκεται ακόμη. Αυτό είναι μόδα. Τα ρούχα που έφτιαχνε στη δεκαετία του 1980 ο Μιχάλης Ασλάνης, πολλές φορές παραφορτωμένα ή κραυγαλέα, είχαν τη δική τους ταυτότητα. Δεν σου θύμιζαν κάτι και ούτε τα μπέρδευες με κάποιου άλλου σχεδιαστή. Και αυτό είναι μόδα. Τα ρούχα του Λούη Γεράρδου, πολύ μανταμέ, πολύ μουσελινάτα, ήταν υψηλή ραπτική. Και αυτό είναι μόδα. Και θυμάμαι, πριν από πολλά πολλά χρόνια, όταν δούλευα ακόμη σε δισκογραφική εταιρεία, είχα απευθυνθεί στον Μιχάλη Πολατόφ να του ζητήσω να αναλάβει την γκαρνταρόμπα μιας σπουδαίας λαϊκής ερμηνεύτριας. «Λυπάμαι» μου είχε πει «αλλά τα δικά μου ρούχα ολοκληρώνονται όταν τα φοράει μια γυναίκα. Και δεν θα ήθελα να ολοκληρωθούν πάνω σε πάλκο». Και αυτό – μας αρέσει, δεν μας αρέσει – είναι μια πολύ ξεκάθαρη άποψη για έναν δημιουργό μόδας. Και θυμάμαι τις αέρινες τουαλέτες των Χάρη και Αγγελου σε σόου που άφησαν εποχή, όπως εκείνο στο Rex ή το άλλο, το «Εδώ ο κόσμος χάνεται». Και αυτό είναι μόδα.
Τι δεν είναι μόδα, κατά την ταπεινή μου άποψη αλλά τη μακρόχρονη εμπειρία μου; Αυτό που έγινε, για άλλη μια φορά, στην Athens Xclusive Designers Week. Την επονομαζόμενη και Ελληνική Εβδομάδα Μόδας. Ενας θεσμός που άρχισε πολύ φιλόδοξα πριν από 13 χρόνια (με ξένους ανταποκριτές και καλεσμένους από άλλες χώρες ακόμη και διευθυντές μουσείων) και κατέληξε σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με εμπορική έκθεση βιοτεχνών. Που δεν την αναβαθμίζουν οι εμφανίσεις ξένων διάσημων δημιουργών – σημαντικοί, δεν λέω -, που έχουν αφήσει όμως πίσω τους το peak της καριέρας τους. Εκτός από ελάχιστες συλλογές που ξεχώρισαν (για παράδειγμα, πλην των κλασικών, αυτή των Artians), οι υπόλοιπες παρέπεμπαν σε πειραματισμούς έφηβης στην ντουλάπα της μαμάς ή σε μισοτελειωμένα σύνολα. Δεν είναι μόδα τα κακοραμμένα ρούχα. Αλλά και καλοραμμένα να είναι, δεν είναι μόδα η αναβίωση μιας εποχής όσο και αν τη νοσταλγούμε. Ξεπατικωτούρα είναι. Ούτε γίνεται κάποιος σχεδιαστής επειδή μπορεί να διαθέσει λίγα χρήματα που θα εξασφαλίσουν τη συμμετοχή του στην AXDW. Και πολύ περισσότερο, δεν είναι μόδα κάτι που ακολουθεί λαχανιασμένα το Instagram.
Η Εντα στο Μπάγκειον
Οταν το 1894 ολοκληρώθηκε η ανέγερση του ξενοδοχείου Μπάγκειον στην Ομόνοια, σε σχέδια του Τσίλλερ και κατόπιν δωρεάς του Ιωάννη Μπάγκα, ήταν από τα πολυτελέστερα της Αθήνας. Και το πιο νεωτεριστικό, τόσο ως προς το κτίριο όσο και ως προς τις υπηρεσίες που προσέφερε. Τις δεκαετίες που ακολούθησαν το Μπάγκειον γνώρισε ημέρες δόξας. Οι αρχικοί τρεις όροφοι έγιναν τέσσερις, επεκτάθηκε στην απέναντι γωνία, το καφενείο στο ισόγειό του έγινε, στη δεκαετία του 1920, το στέκι των νεαρών διανοουμένων, πρωταγωνίστησε στην κοσμική και κοινωνική ζωή της πόλης. Την ακμή όμως ακολούθησε, όπως συμβαίνει πάντα, η παρακμή. Και κατέληξε, το 1969 που ακόμη λειτουργούσε ως ξενοδοχείο, σε ένα παρακατιανό κατάλυμα τρίτης κατηγορίας. Μετά, για πολλά χρόνια, έμεινε ως ένα αρχιτεκτονικό κουφάρι που μπορεί μεν να χρησιμοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς, στην ουσία όμως κατέρρεε μαζί με την ανάμνηση της πόλης που υπήρξε κάποτε η Αθήνα αλλά και την ελπίδα ότι αυτή η μνήμη μπορεί, με κάποιον τρόπο, να διατηρηθεί.
Τα τελευταία χρόνια γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια να σωθεί το Μπάγκειον. Και μια πολύ θετική κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η παράσταση «Εντα Γκάμπλερ», σε σκηνοθεσία Αντζελας Μπρούσκου και με την Παρθενόπη Μπουζούρη στον ομώνυμο ρόλο, που ανέβηκε πέρυσι και συνεχίστηκε και εφέτος. Το αριστούργημα του Ιψεν, όταν το παρακολουθείς μέσα στο Μπάγκειον, νομίζεις ότι εκτυλίσσεται στον φυσικό του χώρο κι εσύ, ο θεατής, είσαι μέσα στο έργο. Εν τω μεταξύ, η απελπισία των ηρώων του, σε συνδυασμό με την «απελπισία» του κτιρίου, δημιουργεί μια συνισταμένη ελπίδας που σου ψιθυρίζει ότι αξίζει να σωθεί κάτι σε αυτή την πόλη. Παραστάσεις μέχρι την επόμενη Κυριακή 11 Νοεμβρίου για μια εμπειρία πέρα από τη θεατρική.
Περί δημόσιου θηλασμού
Εγινε για άλλη μια φορά την περασμένη Κυριακή σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και με τη συμμετοχή χιλιάδων μαμάδων που θήλασαν δημόσια τα μωρά τους. Αυτό όμως που για άλλη μια φορά δεν κατάλαβα είναι τον λόγο για τον οποίο αυτή η διαδικασία έχει πάρει τα τελευταία χρόνια μορφή ακτιβισμού. Γιατί τόση επιθετικότητα σε μια πράξη μητρικής φροντίδας και τρυφερότητας; Μήπως η μαμά μου που δεν έδινε ραντεβού μαζί με άλλες εκατό φίλες της για να με θηλάσει έκανε κάτι λάθος;
Νίκος Ψαρράς, ηθοποιός
Τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα
Αθήνα! Κοιτίδα της δημοκρατίας, του πολιτισμού, των επιστημών. Αυτό περιμένουν να δουν όσοι έρχονται από την άλλη άκρη της γης. Φίλη μου ήρθε από το Λος Αντζελες και αναρωτιόταν: Γιατί θυμίζει η πόλη κακή γειτονιά του Τελ Αβίβ; Γιατί είναι τόσο βρώμικη και παρατημένη; Με πεζοδρόμια γεμάτα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, με άσχημες και βρώμικες πλατείες όπως η Ομόνοια; Γιατί τόσος θυμός και αγένεια από τους οδηγούς; Γιατί οι ταξιτζήδες τούς κλέβουν στις διαδρομές; Γιατί δεν βράζει ο τόπος από πολιτισμό; Γιατί κάθε καημένος κάνει διαδήλωση όποτε του καπνίσει και παραλύει όλο το κέντρο; Ο πολιτισμός, που τόσο περήφανα λέμε ότι γεννήθηκε εδώ, δίνει εξετάσεις κάθε μέρα και ξεκινάει από εμάς. Ας κάνουμε αυτή την τόσο άσχημα χτισμένη πόλη να μοιάζει διαμάντι. Ας ξεκινήσουμε από τη συμπεριφορά μας, ο ένας απέναντι στον άλλον. Και ας μην είναι η κρίση άλλοθι για όλα!