Ας επιχειρήσουμε μια αποστράγγιση των ποδοσφαιρικών φυλών, των αποτελεσμάτων, των υποψιών για νοθεύσεις, των θέσεων του βαθμολογικού πίνακα, των διαιτητικών λαθών, των φωνών του Ουζουνίδη στους παίκτες, των παραπόνων του ΠΑΟΚ για τη διαιτησία. Ας μείνουμε μόνο στο απόλυτο γεγονός, το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ως μέρος της ψυχαγωγίας των πολιτών.
Το Σαββατοκύριακο παρακολούθησα τρεις αγώνες από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. Τις αναμετρήσεις Ατρόμητος-ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκός-ΑΕΚ και Αρης-Ολυμπιακός.
Το ίζημα των 270 ποδοσφαιρικών λεπτών ήταν εντυπωσιακό. Και οι τρεις αγώνες κράτησαν το ενδιαφέρον μου αμείωτο καθ’ όλη τη διάρκειά τους. Το πιο θαυμαστό: όσο πλησίαζε η ολοκλήρωση των 90λέπτων, η ένταση, η αγωνία για το τελικό αποτέλεσμα παρουσίαζε αυξητική τάση. Και μετά το τελευταίο σφύριγμα ένιωσα πως δεν σπατάλησα τον χρόνο μου, το αντίθετο μάλιστα, παρακολούθησα κάτι που με ευχαρίστησε.Για έναν άνθρωπο που αντιλαμβάνεται το ποδόσφαιρο πρώτα ως μέσο ψυχαγωγίας και στη συνέχεια ως κοινωνικο-πολιτικο-οικονομική προέκταση του γίγνεσθαι της πολιτείας, ήταν ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο.
Το ποδόσφαιρο, όπως και τα υπόλοιπα αθλήματα, επινοήθηκε και εξελίχθηκε με μοναδικό σκοπό τη διασκέδαση. Να αποτελεί έναυσμα ξενοιασιάς, να δραπετεύει ο νους από την καθημερινότητα και τα προβλήματα.
Το ταξίδι στον χρόνο δημιούργησε φατρίες που έφεραν ποδοσφαιρικούς πολέμους στη διεκδίκηση της πρωτιάς, η οποία ταυτίστηκε με τη δύναμη και την εξουσία.
Το ποδόσφαιρο έπαψε να πρεσβεύει αυτά για τα οποία δημιουργήθηκε. Σίγουρα όλοι αγαπάμε μια ομάδα για πολλούς και διαφόρους λόγους. Πάνω απ’ όλα όμως αγαπάμε το ποδόσφαιρο ως άθλημα. Κι αυτό το ξεχνάμε. Γιατί ταυτιζόμαστε με το χρώμα της φανέλας βάζοντας στην άκρη αυτά που μας ευχαριστούν, υποτίθεται για το καλό της ομάδας. Τα θυμόμαστε μόνο όταν έρχεται ο Μέσι ή ο Ρονάλντο και σπεύδουμε να δηλώσουμε με την παρουσία μας στις εξέδρες την άδολη αγάπη μας για το ποδόσφαιρο ως ένα κοινωνικό γεγονός που μας γεμίζει χαρά. Οπως θα έπρεπε να συμβαίνει πάντα.