Εν έτει 2018 δεν υπάρχει ούτε μία (ενεργή) εστία διακρατικών συγκρούσεων ανά την υφήλιο παρά τις ουκ ολίγες «θερμές κρίσεις» μεταξύ των διαφόρων κρατών (π.χ. Ελλάδα Vs Τουρκίας). Τουναντίον, εν έτει 2018 οι ενδοκρατικές συρράξεις απαντώνται σε όλες τις ηπείρους – μηδέ εξαιρουμένης της Γηραιάς Ηπείρου όπως ο «παγωμένος» Πόλεμος στο Ντονμπάς της Ουκρανίας αποδεικνύει. Ολες ανεξαιρέτως ανήκουν στο είδος του ανταρτοπολέμου, ένα υποείδος του «άτακτου πολέμου» (irregular warfare), όπως ακριβώς η τρομοκρατία – εξού η σύγχυση πλειστάκις μεταξύ των δύο όρων.
O ανταρτοπόλεμος αποτελεί, δίχως υπερβολή, το «ορφανό παιδί» της στρατηγικής· στο curriculum των περισσότερων «ορθόδοξων» Στρατηγικών Σπουδών απουσιάζει εμφανώς! Η Ελλάδα, μια χώρα που ανέπτυξε στο διάβα των αιώνα μια ιδιαίτερη παράδοση στον ανταρτοπόλεμο, δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Το εν λόγω φαινόμενο βίας χρήζει ενδελεχούς ανάλυσης έτι περαιτέρω επειδή τυγχάνει «θύμα» ουκ ολίγων παρανοήσεων.
Κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει ένας οικουμενικά αποδεκτός ορισμός του ανταρτοπολέμου· στο διάβα των αιώνων, περίπου 14 όροι (!!!) εφευρέθηκαν (π.χ. σύγκρουση χαμηλής εντάσεως, μικρός πόλεμος κ.τ.λ.) για να αναλύσουν το ίδιο ακριβώς φαινόμενο. Εν συντομία, ο ανταρτοπόλεμος ορίζεται ως μια παρατεταμένη σύγκρουση φθοράς μεταξύ μιας κυβέρνησης και ενός ένοπλου (μη κρατικού) δρώντος στο όνομα μιας διακριτής ατζέντας (π.χ. εθνική απελευθέρωση). Η ουσιαστικότερη διαφορά μεταξύ ανταρτοπολέμου και τρομοκρατίας έγκειται στο εξής: οι αντάρτες έχουν ανάγκη της υποστήριξης του (τοπικού) πληθυσμού για την επιβίωση και επιτυχία τους ενώ οι τρομοκράτες δρουν ανεξαρτήτως υποστήριξης ή μη από την κοινή γνώμη. Οπως η περίπτωση του ISIS μαρτυρά βέβαια, οι διαμάχες περί της φύσης κάποιων ένοπλων ομάδων μαίνονται ακόμη μεταξύ ακαδημαϊκών (και μη). Πέραν της λαϊκής νομιμοποίησης, ο χρόνος, ο χώρος (η γεωγραφία δηλαδή) και η (έξωθεν) υποστήριξη αποτελούν τα συμπληρωματικά στοιχεία της «τετράδας της νίκης» για τους απανταχού αντάρτες.
Παράγοντες όπως η τεχνολογία και η αστικοποίηση έχουν δημιουργήσει νέα δεδομένα στο πεδίο της μάχης (π.χ. η χρήση του Ιντερνετ για στρατιωτικούς και προπαγανδιστικούς σκοπούς) και, ως εκ τούτου, την εσφαλμένη εντύπωση περί «νέων πολέμων». Παρά τους ισχυρισμούς αυτούς, ο «χαρακτήρας» – ουχί η «φύση» -του ανταρτοπολέμου μεταβάλλεται. Και παρ’ όλο που οι αποτυχίες των Μεγάλων Δυνάμεων έναντι των ανταρτών (π.χ. Βιετνάμ ή Αφγανιστάν) τυγχάνουν υπερβολικής προβολής, οι κυβερνήσεις παραδόξως νικούν τους αντάρτες τις περισσότερες φορές (π.χ. η νίκη εναντίον του FARC στην Κολομβία ή εναντίον του LLTE στη Σρι Λάνκα). Το μυστικό για τη νίκη; Η στέρηση του «νερού» (του πληθυσμού δηλαδή) από τα «ψάρια» (ήτοι τους αντάρτες) κατά παράφραση του diktat του μέγιστου θεωρητικού και πρακτικού του ανταρτοπολέμου Μάο Τσε Τουνγκ.
Οι (συνήθως βίαιες) μετακινήσεις φίλιων πληθυσμών αποτέλεσαν το κλειδί της νίκης σε ουκ ολίγες περιπτώσεις (π.χ. Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος). Ομως, η στρατιωτική νίκη έναντι των ανταρτών δεν εγγυάται απαραίτητα την οριστική ειρήνευση [π.χ. οι έξι (!!!) εξεγέρσεις των Κούρδων του Ιράκ κατά τον 20ό αιώνα]. Ο χρόνος και η γεωγραφία επιτρέπουν στους ηττημένους αντάρτες να ανασυνταχθούν λίαν συντόμους και να αρχίσουν την ένοπλη δράση.