Το πρωί της 7ης Ιανουαρίου του 2015, ο Λουζ, κατά κόσμον Ρενάλ Λουζιέ, σηκώθηκε από το κρεβάτι πολύ αργότερα από ό,τι θα έπρεπε. Hταν τα γενέθλιά του, έκλεινε τα 43 του χρόνια. Και η σύντροφός του, η Καμίλ, ήθελε να του ευχηθεί χρόνια πολλά. Γνωρίζονταν μόλις έναν χρόνο αλλά ήταν ήδη παντρεμένοι – και πολύ, πολύ ερωτευμένοι. Ο Λουζ έφτασε στα γραφεία του «Charlie Hebdo», στο 11ο διαμέρισμα του Παρισιού, με μεγάλη καθυστέρηση. H εβδομαδιαία σύσκεψη του σατιρικού περιοδικού, η πρώτη της νέας χρονιάς, θα είχε το δίχως άλλο ήδη ξεκινήσει. Oλοι του οι σύντροφοι, ο Καμπί, ο Σαρμπ, ο Ονορέ, ο Τινιού, ο Βολινσκί, θα ήταν ήδη εκεί. Τους βρήκε νεκρούς, σαν κοιμισμένους. «Η αγάπη με έσωσε».
Συνολικά 12 ανθρώπους δολοφόνησαν εκείνη την ημέρα στο Παρίσι οι ισλαμιστές αδελφοί Κουασί. Σε δέκα κηδείες πήγε μέσα σε δύο ημέρες ο Λουζ. Κι έπειτα ρίχτηκε και αυτός στη δουλειά, μαζί με τους υπόλοιπους επιζώντες. Το «Τεύχος των Επιζώντων» κυκλοφόρησε μία εβδομάδα αργότερα, στις 14 Ιανουαρίου. Στο πρωτοσέλιδο, ένα σκίτσο του Λουζ. Ο Μωάμεθ κατηφής και δακρυσμένος, κρατά στα χέρια το γνωστό σηματάκι «Je suis Charlie». Και από πάνω, γραμμένες με το χέρι, οι λέξεις: «Ολα συγχωρούνται».
Οκτώ εκατομμύρια αντίτυπα πούλησε εκείνο το τεύχος, αριθμός πρωτοφανής. Χρήματα, δωρεές και συνδρομές έφταναν από παντού, το «Charlie» είχε σωθεί οικονομικά μέσα από τον θάνατό του – τι ειρωνεία. Κάθε νέο φύλλο ήταν όμως για τον Λουζ ένα βασανιστήριο – γιατί ο Ρις ήταν ακόμα στο νοσοκομείο και οι άλλοι είχαν φύγει. Περνούσε τις νύχτες άυπνος καλώντας τους νεκρούς, ρωτώντας τους τι θα έκαναν εκείνοι. Ενιωθε πως ο κόσμος ολόκληρος κοιτούσε πάνω από τον ώμο του. Ο πλανήτης ολόκληρος συμμετείχε στις συσκέψεις. Ηταν εξοντωτικό.
Μέχρι τον Μάιο άντεξε ο Λουζ. Εκείνο τον μήνα κυκλοφόρησε ένα προσωπικό του άλμπουμ, με τίτλο «Κάθαρση», όπου φώναζε, έκλαιγε και έκανε έρωτα μήπως και ξορκίσει το κακό. Και εγκατέλειψε το «Charlie». Κάποιοι το είδαν σαν δειλία, άλλοι σαν τόλμη. Εκείνος, το βίωσε σαν τιμιότητα – όλα ο ίδιος τα λέει. Απέκτησε μια κόρη. Συνέχισε να σκιτσάρει, συνέχισε να έχει Ανεξίτηλα σημάδια στα δάχτυλα από το μελάνι. Αλλά δεν παρακολουθούσε πια πολύ στενά την επικαιρότητα. Και συνέχισε βέβαια να ζει φρουρούμενος, ακόμα και σήμερα ελάχιστοι γνωρίζουν πού, κάπου πάντως «μακριά από το Παρίσι». Συνέχισε επίσης να βλέπει εφιάλτες.
Ηταν ειδικά ένα όνειρο που το έβλεπε ξανά και ξανά. Εβλεπε τον εαυτό του να φτάνει καθυστερημένος, όχι για μια σύσκεψη, αλλά για το κλείσιμο τεύχους του «Charlie». Ολοι τον περίμεναν, ακόμα και οι νεκροί. Ολα ήταν φριχτά κανονικά. Επρεπε να παραδώσει ένα θέμα. Τον καταλάμβανε πανικός ότι δεν θα προλάβει και επιπλέον αγωνία επειδή όλοι αδιαφορούσαν. Αλλοτε του έβαζαν τις φωνές και άλλοτε τον ρωτούσαν να μάθουν νέα του Λουζ: μα δουλεύει ακόμα στο περιοδικό; Και αυτή τη φριχτή κανονικότητα του ονείρου την ένιωθε, μόλις ξυπνούσε, σαν εφιάλτη.
Η σύντροφός του, η δημοσιογράφος Καμίλ Εμανουέλ: αυτή απορροφούσε τον πόνο του, αυτή φρόντιζε να μην τρελαθεί. Ηξερε όμως, όπως συνειδητοποίησε ο Λουζ, τόσο λίγα για το παρελθόν του. Για τα 23 χρόνια που πέρασε στο «Charlie Hebdo». Για το πώς έφτασε 21 χρόνων στο Παρίσι από την Τουρ, ένα παιδί από την επαρχία που δεν γνώριζε κανέναν, με μερικά σκίτσα στην τσάντα, και το πώς έπεσε σχεδόν τυχαία πάνω στον Καμπί, έναν ήρωα στα μάτια του, που τον έθεσε αμέσως υπό την προστασία του και έκτοτε δεν σταμάτησε να του μαθαίνει. Για το πόσο ολοζώντανοι, πόσο χαρούμενοι, πόσο πλακατζήδες ήταν όλοι αυτοί που δεν ζουν πια, κοντά τους και αυτοί που επέζησαν. Το «Charlie» ήταν το εντελώς αντίθετο του δράματος, ήταν μια παρέα φίλων που έκαναν προκλητικά πλάκα με τα πάντα, τα πάντα όμως, για να ξορκίζουν, ακριβώς, τα δράματα, να αφηγούνται τον παραλογισμό του κόσμου που μας περιβάλλει. Αλλά η Καμίλ δεν είχε προλάβει να τη γνωρίσει αυτή την παρέα, αυτό το σατιρικό περιοδικό.
Για αυτήν, κυρίως για αυτήν έφτιαξε ο Λουζ το νέο του άλμπουμ, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία την Παρασκευή. «Μια Παρέα Μαλάκες» σκέφτηκε να το πει, τελικά έβαλε τίτλο «Ανεξίτηλοι» – όπως τα σημάδια στα δάχτυλα του σκιτσογράφου από το μελάνι. «Τώρα, το πένθος τελείωσε, θα μιλήσουμε για την πραγματικότητα, για αυτό που ήταν το “Charlie” στην εποχή του». Με λίγη μελαγχολία, αλλά όχι νοσταλγία. Χωρίς τους καβγάδες στις συσκέψεις ή τις πολεμικές που συχνά ξεσπούσαν, με φως, μόνο φως, και έναν ξεχωριστό ρόλο για το σκίτσο, αυτό που έσωσε τον Λουζ. Μαζί με τις μισοφαγωμένες γόμες των νεκρών συντρόφων του, που φυλάει ακόμα. Και την αγάπη. Κυρίως την αγάπη.