Στη Γεωργία, την πατρίδα του Ιωσήφ Στάλιν, μια καλή σύνταξη αυτή την εποχή είναι περίπου 40 ευρώ. Ενας ικανοποιητικός μισθός κυμαίνεται ανάμεσα στα 70 με 80 ευρώ. Το έμαθα από μια νεαρή Γεωργιανή που έχει μετοικήσει στην Ελλάδα. Το προαναφερθέν ποσό της σύνταξης είναι του πατέρα της, ο μισθός είναι τα χρήματα που κερδίζει η μητέρα της, η οποία εξακολουθεί να εργάζεται.
Η εν λόγω κοπέλα που ήρθε στην Ελλάδα για μια καλύτερη ζωή «καθαρίζει» ως εργαζόμενη γύρω στα 800 ευρώ τον μήνα· ή τουλάχιστον δεν έχει πέσει ποτέ κάτω από τα 700. Σημειωτέον έχει περάσει από αρκετές διαφορετικές μεταξύ τους δουλειές στη χώρα μας. Εγώ τη γνώρισα ως σερβιτόρα.
Οταν η παγκόσμια οικονομική κρίση χτύπησε τη χώρα μας, μια ελληνίδα φίλη μου την ένιωσε στο πετσί της: ο μισθός της μειωνόταν διαρκώς, ώσπου κάποια στιγμή η εταιρεία στην οποία εργαζόταν αναγκάστηκε να βάλει λουκέτο. Υστερα από 28 χρόνια εργασίας, η φίλη μου, όπως πολλές στη θέση της, έμεινε άνεργη. Παντρεμένη μητέρα δύο ανήλικων παιδιών, κατάφερε μέσω του (εργαζόμενου ευτυχώς) συζύγου της να βρει έπειτα από δύο χρόνια μια νέα δουλειά. Ο μισθός της; Οκτακόσια ευρώ.
Οσα δηλαδή της κοπέλας από τη Γεωργία. Η κουβέντα μαζί της με έβαλε στις σκέψεις που διατυπώνω εδώ κυρίως επειδή συνειδητοποίησα ότι στο εστιατόριο όπου εργάζεται είχα με τους δύο φίλους μου μόλις πληρώσει τον λογαριασμό, που μαζί με το πουρμπουάρ ισοδυναμούσε ακριβώς με το ποσό σύνταξης του πατέρα της. Αυτά τα νούμερα που σε εμάς ακούγονται εξευτελιστικά, ταπεινωτικά και απίστευτα, για κάποιους είναι η απόλυτη πραγματικότητα, είναι η ζωή.
Ομως η Γεωργιανή ήταν πραγματικά ευτυχής – το πηγαίο χαμόγελό της έκανε το πρόσωπό της να λάμπει. Ευτυχής διότι για τα μέτρα της ζει ζωή χαρισάμενη. Και λέει και ευχαριστώ. Αν αποπειραθείτε να συλλογιστείτε πώς ακριβώς οι άνθρωποι στη Γεωργία τα φέρνουν πέρα, πώς κάνουν το κουμάντο τους, μάλλον δεν θα τα καταφέρετε, όπως δεν τα κατάφερα κι εγώ.
Η ελληνίδα φίλη μου, από την άλλη πλευρά, όχι μόνο δεν είναι καθόλου ευχαριστημένη από τα 800 ευρώ που παίρνει, αλλά απέκτησε και προβλήματα υγείας. Και πάλι καλά που ο σύζυγός της είχε την οικονομική ευχέρεια να καλύψει τα ιατρικά έξοδα. Την καταλαβαίνω. Τα παιδιά και οι σπουδές τους, η πίεση, η ανασφάλεια, η χαμηλή σύνταξη της μητέρας της που δεν αγγίζει καν τα 300 ευρώ, το ακαθόριστο μέλλον…
Δεν θα εξετάσω τους λόγους για τους οποίους η Γεωργία είναι φτωχή χώρα, μπορώ να πω όμως ότι δεν έγινε φτωχή εξαιτίας της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ηταν ήδη. Φτωχή λόγω κρίσης έγινε η Ελλάδα κυρίως επειδή είχε επαναπαυτεί σε μια πλασματική πολυτέλεια.
Σκέφτομαι λοιπόν αυτή την ταλαιπωρημένη νέα γυναίκα από τη Γεωργία που εξαιτίας πολλών λόγων αναγκάστηκε να φύγει από τη φτωχή πατρίδα της και να προσφύγει σε μια ξένη που, αν και επίσης φτωχή, είναι γι’ αυτήν παράδεισος. Γι’ αυτό και χαμογελάει. Είναι έτοιμη να παντρευτεί Ελληνα, να κάνει τα παιδιά του, ακόμα και να ανεχτεί να τον θρέψει με τον δικό της χαμηλό μισθό.
Και την ίδια ώρα σκέφτομαι την ελληνίδα φίλη μου. Τι θα μπορούσε να σημαίνει το ποσό των 800 ευρώ για μια ελληνίδα υπάλληλο; Για πολλούς Ελληνες, συνηθισμένους σε παλιά «καθεστώτα», τα 800 ευρώ θεωρούνται «μισθός πείνας», ακόμα δε και γι’ αυτούς που ζουν σε δικό τους σπίτι. Γιατί βέβαια οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι δεν ήταν αναγκασμένοι στο παρελθόν να συμβάλλουν οικονομικά στην ενίσχυση της χαμηλής σύνταξης των δικών τους. Τώρα είναι.
Γιατί αν υποθέσουμε πως το μεγαλύτερο κομμάτι της υπερφορολόγησής μας αγγίζει τους συνταξιούχους, αυτό δεν μπορεί να αφορά τη φίλη μου που προσπαθεί να καλύψει κι αυτή με τη σειρά της κάποια από τα πολλά έξοδα της μητέρας της.
Δύο γυναίκες στην ίδια χώρα, δύο κόσμοι ξεχωριστοί. Η μία έχει αφήσει πίσω της μια ζωή κόλαση στην πολύπαθη Γεωργία, η άλλη έχει ξεκινήσει τη ζωή της από την αρχή σε μια Ελλάδα που πια δεν ξέρει, οικονομικά συντηρητική και αβέβαιη. Η πρώτη χαμογελάει ίσως για ένα καλύτερο μέλλον, η δεύτερη μελαγχολεί αναπολώντας το ανέμελο παρελθόν.