Τα θέματα των έργων που επιλέγετε να ανεβάσετε έχουν ως άξονα την οικογένεια και τις δυσκαμψίες της.
Τα περισσότερα έχουν στον πυρήνα τους την αγάπη, την εξουσία ή την οικογένεια. Στην ουσία στο κέντρο βρίσκεται ο άνθρωπος. Η οικογένεια παίζει καθοριστικό ρόλο από τη στιγμή που είναι το πρώτο στάδιο κοινωνικοποίησης. Αυτή τον διαμορφώνει ή τον διαστρεβλώνει ή τον γεμίζει πληγές και απωθημένα. Ο «Οιδίποδας» ας πούμε, που θα ανεβάσω στην Επίδαυρο με τον Δημήτρη Λιγνάδη, στην πραγματικότητα έχει κι αυτός με έναν λοξό τρόπο σχέση με το θέμα της οικογένειας. Ομως είναι το πρώτο αστυνομικό στην παγκόσμια δραματουργία. Ο κύριός του άξονας είναι το ερώτημα «ποιος είμαι;». Και όταν θέτεις την ερώτηση, πρέπει να είσαι έτοιμος και να την απαντήσεις.
Ποιος είστε;
Ενας άνθρωπος δημιουργικός, που η απασχόλησή του είναι συνδεδεμένη άμεσα με την ύπαρξή του. Το ερώτημα «ποιος είμαι;» το θέτει συνεχώς στον εαυτό του. Ισως με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι θα το έκανε οποιοσδήποτε άλλος. Σαφώς και όλους μάς απασχολεί, αλλά κάποιοι από εμάς το έχουμε συνέχεια στο μυαλό μας.
Τι απαντούσατε πριν από 15 χρόνια και τι απαντάτε τώρα;
Δεν ξέρω τι απαντούσα. Υπήρχαν πράγματα εκείνη την εποχή που θα εξηγούσαν καλύτερα την ερώτηση «ποιος θέλω να γίνω;». Τώρα στην ερώτηση «ποιος είμαι;» αυτή τη στιγμή που μιλάμε απαντώ: Είμαι ακριβώς αυτό που είμαι.
Εννοείτε ότι γίνατε αυτό που είστε;
Ο Ελύτης λέει ότι το πιο δύσκολο πράγμα στη ζωή είναι να γίνεις αυτός που είσαι. Είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος φτιάχνει παραστάσεις σε αυτή τη χώρα, προσπαθεί να αντιληφθεί τι γίνεται γύρω του συνολικά και να αποκτήσει όσο το δυνατόν καλύτερες και στενότερες σχέσεις με τους ανθρώπους γύρω του.
Αυτό που σας ενδιαφέρει περισσότερο όταν σκηνοθετείτε τι είναι;
Θέλω να πω μια ιστορία πλήρως, καθαρά και με διαύγεια. Με ενδιαφέρει να είμαι κατανοητός και πολύ προσωπικός, να με αφορά δηλαδή προσωπικά. Δημιουργώ παραστάσεις επειδή θέλω να πω κάτι κάθε φορά. Ετσι διαλέγω και τα έργα που θέλω να ανεβάσω. Να υπάρχει κάτι που θέλω να ακουστεί από εμένα.
Το πόσο καθαρά θα ακουστεί αυτό που θέλετε να πείτε περνάει και μέσα από τους συνεργάτες σας. Η ομάδα σας αποτελείται από ηθοποιούς της γενιάς σας ή και μεγαλύτερους. Πώς επιβάλλεστε;
Δεν πιστεύω στην επιβολή. Υπάρχει μια αίσθηση εκ προθέσεως το σύνολο των ανθρώπων που δουλεύουμε μαζί να έχει κάτι κοινό: να ανήκουν στην ίδια «συνομοταξία» με εμένα. Ομως οι ρόλοι για τους ανθρώπους του θεάτρου είναι διακριτοί. Για παράδειγμα, αν εγώ αποφάσιζα να με σκηνοθετήσει ένα παιδί που είναι 20 χρονών, αυτομάτως αναγνωρίζω ότι φτιάχνουμε κάτι από κοινού. Αλλά τον δρόμο τον ανοίγει και τον δείχνει – κι αυτή είναι η δουλειά του – ο σκηνοθέτης. Ειναι συνομολογημένο και προαποφασισμένο. Στο θέατρο δεν μπορείς να επιβάλεις τίποτα, γιατί στο τέλος ο ηθοποιός θα βγει να παίξει. Ακόμη δεν μπορείς να είσαι στη σκηνή – κάποια στιγμή παρίσταμαι στη σκηνή, όπως π.χ. στον «Φάρο» – με το άγχος τι θα σου πει ο σκηνοθέτης. Ούτε μπορώ να είμαι κάθε μέρα σε εγρήγορση για να τους διορθώνω. Θα πεθάνω εγώ και θα διαλυθεί και το κλίμα της παράστασης και της χαράς.
Προτιμάτε δηλαδή τη σκηνοθεσία από την υποκριτική;
Σου ομολογώ πως ναι. Με ευχαριστεί περισσότερο, με αγχώνει περισσότερο, με διεγείρει περισσότερο, με κρατάει στις μύτες των ποδιών μου περισσότερο. Με εξυψώνει. Θεωρώ πως η δημιουργία, το να φτιάξεις κάτι δηλαδή, είναι το πιο σωτήριο πράγμα για τη ζωή ενός ανθρώπου.
Αισθάνεστε ότι έχετε κατακτήσει την αγάπη των γύρω σας;
Στη ζωή δεν κατακτάς τίποτα οριστικά. Κάνεις βήματα προς την κατεύθυνση που θέλεις να πας. Οι ζωές μας είναι τάσεις προς κάπου. Κάποιος που βρίσκεται στην ηλικία μου μπορεί να έχει διαλέξει με μεγαλύτερη σιγουριά προς τα πού κατατείνει, τι τον ενδιαφέρει. Παλαιότερα πιστεύαμε ότι μετά τα 45 θα συσσωρεύονταν περισσότερα προβλήματα και άλυτα θέματα. Στη δική μου ζωή τώρα καθαρίζει το τοπίο. Φυσικά μπορεί να μη συμβαίνει σε άλλους. Αλλά σε ό,τι με αφορά εδώ που είμαι, ξέρω τι μπορώ να κάνω, τι δεν μπορώ να κάνω, τι με ενδιαφέρει, γνωρίζω πώς να βασίζομαι στον εαυτό μου και όχι στις γνώμες ή στις απόψεις των άλλων. Ζω τη ζωή μου συνειδητοποιημένα. Είμαι ένας άνθρωπος λοιπόν που φτιάχνω παραστάσεις στην Ελλάδα το 2018. Δεν θέλω τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο και τίποτε άλλο.
Τι σας εμπόδιζε να ζείτε όπως θα θέλατε;
Τη ζωή μου την έβλεπα σαν ένα διαρκές παιχνίδι διλημμάτων, όπου το να ανοίξω μια πόρτα σήμαινε αυτομάτως πως θα κλείσω μία άλλη. Πάντα έλεγα ως αστείο – αλλά εν μέρει το εννοούσα – ότι ήμουν ο άνθρωπος ο οποίος βρισκόταν σε μεγάλη δυσκολία όταν πήγαινε σε ένα εστιατόριο. Το ερώτημα «ζυμαρικά ή κρέας» θα με απασχολούσε όλο το βράδυ. Πολύ συχνά στη ζωή μου αισθανόμουν ότι ενώ είμαι εδώ, θέλω και το διπλανό και το παραδίπλα. Θέλω να πάρω κι από κει, θέλω να πάρω κι από δω. Αισθανόμουν τη χαρά ενός κουταβιού που θέλει να ανέβει στον καναπέ και ταυτόχρονα στο κρεβάτι και να έρθει στην αγκαλιά σου, να βγει λιγάκι στη βεράντα.
Υποχώρησαν το διλήμματά σας;
Θέλω να βρίσκομαι ακριβώς εδώ που είμαι: ένας άνθρωπος σε πολύ καλή κατάσταση.
Τι είναι αυτό που κρατήσατε μέσα σας ακέραιο;
Την περιέργειά μου, τη φιλομάθειά μου και τη δυνατότητά μου να ενθουσιάζομαι από κάτι που βλέπω, που ακούω από έναν άνθρωπο. Εχω διατηρήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον μου για τον κόσμο. Επίσης έχει αυξηθεί η πίστη μου ότι αυτό που μας σώζει είναι οι άνθρωποι γύρω μας. Δηλαδή δεν πιστεύω το σαρτρικό «η κόλαση είναι οι άλλοι γύρω μας». Για εμένα οι άλλοι είναι ο παράδεισός μας.
Την κόλαση πότε τη ζήσατε;
Γενικά είμαι ένας τυχερός άνθρωπος. Οταν ήμουν μικρός, μόλις 2 ετών, είχα κερδίσει 4 εκατομμύρια δραχμές τραβώντας από την αγκαλιά του μπαμπά μου ένα λαχείο. Μεγάλωσα με την αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να πατάω γερά στα πόδια μου. Η χειρότερη περίοδος της ζωής μου ήταν λίγο μετά τη γέννηση του γιου μου και με τη χαζή απόφασή μου να σταματήσω από τη δουλειά. Από εκεί άρχισε μια μικρή περιδίνηση αρνητική από το 2007 και το 2008 με έφερε σε δύσκολη κατάσταση. Είχα χάσει πολύ τον εαυτό μου. Σκέψου έναν πυγμάχο που έχει φάει απανωτά κροσέ το ένα μετά το άλλο.
Πώς βιώσατε αυτή τη δύσκολη κατάσταση;
Εκανα όλα τα λάθος πράγματα, δουλεύοντας παράλληλα πολύ σκληρά, θεωρώντας ότι είμαι μια χαρά. Είναι το κόλλημα που έχω να δίνω την εικόνα ενός πολύ συγκροτημένου ανθρώπου. Αλλά ήμουν διαλυμένος. Σώθηκα από τους ανθρώπους γύρω μου, από την οικογένειά μου και από τους φίλους μου.
Χρωστάτε σε κάποιον ένα μεγαλύτερο ευχαριστώ;
Ναι, είναι η Ελένη Κούρκουλα. Μου μιλούσε, με ταρακουνούσε. Με πήρε από το χέρι, με τράνταξε και μου είπε ότι τώρα θα κάνεις αυτό και μόκο. Της αξίζει αυτή η δημόσια αναγνώριση.