Υπάρχει πρώτα το γιατί τώρα. Γιατί ο Πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος έφτασαν αυτή τη στιγμή, και τόσο απροσδόκητα, σε συμφωνία, ή έστω σε «πρόθεση συμφωνίας». Ενας από τους τρόπους να απαντηθεί αυτό το ερώτημα είναι εκείνος των αστυνομικών μυθιστορημάτων: ποιος ωφελείται από το έγκλημα.

Ο Αλέξης Τσίπρας προσδοκά στην υποστήριξη της Εκκλησίας σε μια περίοδο που το κόμμα του μοιάζει να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Εχει ανάγκη έτσι περισσότερο τη συμφωνία από τον συνομιλητή του και κατά συνέπεια είναι έτοιμος να κάνει περισσότερες παραχωρήσεις. Δέχεται λοιπόν να συνεχίσει να μισθοδοτεί επ’ αόριστον τους ιερωμένους, παρόλο που δεν θα είναι πλέον δημόσιοι υπάλληλοι. Και εγκαταλείπει ουσιαστικά τον στόχο του διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος, παραμένοντας σε μια αόριστη διατύπωση περί θρησκευτικής ουδετερότητας.

Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, από την πλευρά του, «καθαρίζει» σχετικά εύκολα με μια ακόμη κυβέρνηση, αυτή τη φορά αριστερή. Μετά τον Φίλη, τρώει και τον Τσίπρα. Αποδέχεται τον απεγκλωβισμό των κληρικών από την πελατειακή εποπτεία, κερδίζει όμως τη συνέχιση και τη διαχείριση της μισθοδοσίας τους. Δέχεται την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου των βουλευτών, αποσπά όμως την ικανοποίηση των απαιτήσεων της Εκκλησίας για την περιουσία της. Χαμηλώνει τους τόνους για τη συμφωνία των Πρεσπών, εμφανίζεται όμως ως προνομιακός συνομιλητής της πολιτείας.

Υπάρχει ύστερα η ουσία. Τα 15 σημεία που περιλαμβάνονται στην καταρχήν συμφωνία των δύο πλευρών καλύπτουν – όπως καλύπτουν – ένα μικρό μόνο μέρος του κεφαλαίου που λέγεται εκκοσμίκευση του ελληνικού κράτους. Οπως επισημαίνει με χθεσινή της ανακοίνωση η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, οι κληρικοί θα εξακολουθήσουν να είναι απαραίτητοι για τη νομιμοποίηση των πολιτειακών αξιωματούχων. Η Εκκλησία της Ελλάδος θα συνεχίσει να αστυνομεύει την άσκηση λατρείας των άλλων εκκλησιών. Τα θρησκευτικά σύμβολα θα παραμείνουν στα δικαστήρια. Και η εκπαίδευση θα συνεχίσει να θρησκεύει, να προσεύχεται, να εκκλησιάζεται και να κατηχείται, πολλές φορές με την ευλογία της Δικαιοσύνης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ χάνει έτσι άλλη μια μεγάλη ευκαιρία να αντισταθμίσει κάπως τις πολλαπλές ιδεολογικές υποχωρήσεις που έχει κάνει στα τριάμισι χρόνια που ασκεί την εξουσία. Ο «ιστορικός συμβιβασμός» τον οποίο υποτίθεται ότι πέτυχε μοιάζει περισσότερο με μια ευκαιριακή συμφωνία για εκλογικούς σκοπούς. Το πρόβλημα δεν είναι ότι θα συνεχιστεί ο σφιχτός εναγκαλισμός της Εκκλησίας και του Κράτους. Αλλά ότι θα διατηρηθεί εσαεί η πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας έναντι του Κράτους σε τομείς όπου η Εκκλησία δεν θα έπρεπε κανονικά να έχει κανέναν λόγο.

Οπως έλεγε κι ο Σημίτης σε εκείνη τη δύσκολη, αλλά νικηφόρα μάχη που είχε δώσει για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, «η πολιτεία είναι πάντα πρόθυμη για διάλογο με την Εκκλησία, αλλά μόνο για θέματα κοινού ενδιαφέροντος». Ή μήπως ο πρώην πρωθυπουργός πρέπει να απολογηθεί και γι’ αυτό;