Είναι 94 χρόνων. Συνταξιούχος κηπουρός, αν εμπιστευτούμε τη «Welt». Στο δικαστήριο, τον μετέφεραν με αναπηρικό αμαξίδιο, στα χέρια του έσφιγγε ένα μπαστούνι. Εξαιτίας της ηλικίας και της κατάστασης της υγείας του, η δίκη του, που ξεκίνησε την Τρίτη και συνεχίζεται σήμερα, θα ολοκληρωθεί σε 14 συνεδριάσεις μέγιστης διάρκειας δύο ωρών, σποραδικά τοποθετημένες μέχρι τον Ιανουάριο. Ούτε ο εισαγγελέας ούτε οι συνολικά 17 ενάγοντες ενδιαφέρονται ιδιαίτερα να τον δουν στη φυλακή. Θεωρούν ωστόσο ύψιστης σημασίας να αποδοθεί δικαιοσύνη, επιμένουν πως «είναι πάνω από όλα ένα νομικό και ηθικό ζήτημα». Η μάχη με τον χρόνο που δίνει η Γερμανία, 70 και πλέον χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, προκειμένου να δικάσει τους τελευταίους SS που παραμένουν εν ζωή συμπυκνώνεται με τον πιο συμβολικό τρόπο αυτές τις ημέρες στο δικαστήριο ανηλίκων (!) του Μίνστερ, εκεί όπου δικάζεται ο 94χρονος Γιόχαν Ρεμπόγκεν, πρώην φύλακας στο ναζιστικό στρατόπεδο του Στούτχοφ.
Το Στούτχοφ, σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό, ήταν το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης που άνοιξε, το 1939, το Γ’ Ράιχ εκτός των γερμανικών συνόρων, στην κατεχόμενη Πολωνία, 36 χιλιόμετρα μακριά από το Γκντανσκ. Συνολικά 110.000 άνθρωποι στάλθηκαν εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου, τουλάχιστον οι 65.000 πέθαναν στον θάλαμο αερίου, ή από μια σφαίρα στο κεφάλι, ή από την κακομεταχείριση, την πείνα και το κρύο. Αρχικά, το Στούτχοφ χρησιμοποιούνταν κυρίως ως κέντρο κράτησης αιχμαλώτων πολέμου καθώς και πολωνών, νορβηγών και δανών αντιφρονούντων. Στη συνέχεια, ωστόσο, κυρίως μετά το 1944, άρχισαν να στέλνονται εκεί, στο πλαίσιο της «τελικής λύσης», πολλές Εβραίες από την Πολωνία και τις χώρες της Βαλτικής.
Ο Γιόχαν Ρεμπόγκεν ήταν κάτω των 21 χρόνων όσο υπηρετούσε εκεί ως φρουρός, από τον Ιούνιο του 1942 έως τον Σεπτέμβριο του 1944 – για αυτό και δικάζεται σε δικαστήριο ανηλίκων. Ο ίδιος, όπως λέει ο εισαγγελέας Αντρέας Μπρέντελ, «δεν προσπάθησε ποτέ να κρύψει ότι εργάστηκε στο Στούτχοφ. Υποστηρίζει όμως ότι δεν γνώριζε τίποτα για εκτελέσεις». «Ποτέ δεν υπήρξα ναζί!», είχε διαβεβαιώσει ο Ρεμπόγκεν τη «Welt» το 2017, τότε που τον πρωτοανέκρινε η αστυνομία. Κατά την πρώτη ημέρα της δίκης του, την Τρίτη, δεν είπε κουβέντα, έβαλε όμως τα κλάματα ακούγοντας τις μαρτυρίες επιζώντων ή απογόνων θυμάτων. Ο εισαγγελέας ωστόσο θεωρεί πως ως φρουρός γνώριζε πολύ καλά τι συνέβαινε και πως «η μηχανή του θανάτου δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς αυτόν». «Πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για αυτά που έκανε στο Στούτχοφ, για τη συμμετοχή του σε αυτά τα αδιανόητα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας. Γιατί βοήθησε να δολοφονηθεί η αγαπημένη μου μητέρα, που μου έλειπε σε όλη μου τη ζωή» κατέθεσε γραπτώς μια 89χρονη που ζει σήμερα στις ΗΠΑ.
Η γερμανική Δικαιοσύνη δεν έβλεπε πάντα τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο. Για δεκαετίες, επέμενε πως χρειαζόταν αποδείξεις άμεσης συμμετοχής σε κάποιο ναζιστικό έγκλημα προκειμένου να απαγγείλει κατηγορίες, επιτρέποντας έτσι σε αναρίθμητους χαμηλόβαθμους ναζί να ζήσουν ήσυχα το υπόλοιπο της ζωής τους. Αλλά αυτό άλλαξε το 2011, όταν ένα δικαστήριο του Μονάχου καταδίκασε σε πέντε χρόνια φυλάκιση τον Τζον Ντέμιανιουκ, έναν ουκρανό πρώην φρουρό στο στρατόπεδο του Σόμπιμπορ, για συμμετοχή στον φόνο 27.900 Εβραίων, που είχαν εκτελεστεί από τους ναζί το διάστημα που αυτός υπηρετούσε εκεί. Το δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρχε περίπτωση να μη γνώριζε τον όλεθρο που συνέβαινε γύρω του. Ο Ντέμιανιουκ πέθανε προτού τελεσιδικήσει η υπόθεσή του. Το 2015, ωστόσο, το ανώτατο ποινικό δικαστήριο της Γερμανίας επικύρωσε με το ίδιο επιχείρημα την καταδίκη του Οσκαρ Γκρένινγκ, ενός πρώην φρουρού στο Αουσβιτς, ενισχύοντας το νομικό προηγούμενο. Και ο Γκρένινγκ πέθανε προτού μπει φυλακή. «Δεν έχει σημασία» αντιτείνει ο εισαγγελέας Αντρέας Μπρέντελ. «Η Γερμανία έχει χρέος απέναντι στους οικείους και τα θύματα των εγκλημάτων του ναζισμού να συνεχίσει τις έρευνες και τις διώξεις».
30 πρώην φρουρούς στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου ταυτοποιούν κάθε χρόνο οι εργαζόμενοι στην Κεντρική Υπηρεσία Ερευνών για τα Εθνικοσοσιαλιστικά Εγκλήματα (ZStL) στο Λούντβιγκσμπουργκ της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Επικεντρώνουν μάλιστα πλέον τις έρευνές τους στα λιγότερο γνωστά στρατόπεδα του Ζάξενχαουζεν, του Γκρος-Ρόζεν και του Μίτελμαν, καθώς αυτά απασχολούσαν ιδιαιτέρως νέους ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι ακόμα εν ζωή.