Ιδιοκτήτρια του εκδοτικού οίκου της Εστίας

Αυτό ήταν ένα Σαββατοκύριακο όλο δικό μου: γεμάτο γιόγκα, γεμάτο ιστορίες, γεμάτο λογοτεχνία. Γεμάτο αναβιώσεις, με δυο λόγια. Σάββατο πρωί πρωί ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο με τη φίλη μου, την Ελίνα. Με την απαστράπτουσα άσπρη στολή μου οδηγώ από το κέντρο προς την Παιανία – το πάλαι ποτέ Λιόπεσι για μας τους παλιούς. Κελαηδούμε ατελείωτα σ’ όλον τον δρόμο. Εχω να δώσω τάξη γιόγκα, που διαρκεί μιάμιση ώρα και ακολουθείται από τσάι και μπισκότα.

Μαθητεύω στη γιόγκα εδώ και δεκαετίες και εμβαθύνω όσο γίνεται διδάσκοντάς την. Οι μαθήτριες – όλες γυναίκες σήμερα – είναι εναρμονισμένες και η τάξη κυλάει καλά. Από το παράθυρο του ισογείου βλέπω τον ουρανό κι έναν σκυλάκο που ανέβηκε με τα μπροστινά του πόδια στο περβάζι και με ατενίζει επί ώρα ασκαρδαμυκτί, έτσι που πασχίζω για να μην αποπροσανατολιστώ. Γιόγκα σημαίνει οξυμμένη επίγνωση. Αλλά ο σκυλάκος έχει ένα διαπεραστικό, μελένιο βλέμμα που με ταράζει.

Μετά το μάθημα, εμφανίζεται διακριτικά στο κατώφλι. Μαθαίνω από την κυρά του ότι είναι θηλυκιά και ότι λέγεται Κοκόνα και ταράζομαι ακόμα πιο πολύ, γιατί είχα κάποτε μια πολύ αγαπημένη σκύλα Κοκόνα (Κοκκώνα την έγραφα τότε). Αφήνομαι στην αγκαλιά και στα χάδια της.

Με την επιστροφή από την Παιανία κάνω διάφορες δουλειές και περνώ από το βιβλιοπωλείο της Εστίας στη Διδότου. Το κρατάει ο Αλέξανδρος, πωρωμένος νεαρός ιστορικός που με ποτίζει κάθε, μα κάθε φορά με ενδιαφέρουσες ιστορίες από το παρελθόν. Κάτι η γιόγκα, κάτι η Εστία, αισθάνομαι ότι κολυμπώ καθημερινά σ’ ένα πολύ ζωοποιό πηγαινέλα εποχών.

Το βράδυ άλλη καταβύθιση, και το επόμενο πρωί επίσης. Αφιερωμένα στον Συρρακιώτη Κώστα Κρυστάλλη. Κάποιοι συνεργάτες – ιδιαίτερα ο Πρεβεζάνος Ευάγγελος Αυδίκος – με προσέδεσαν στο άρμα αυτού του παθιασμένου ταλέντου που χάθηκε στα είκοσι έξι χρόνια του από χτικιό. Ανακαλύπτω ότι οι πρόγονοί μου της Εστίας τον είχαν επανειλημμένα εκδώσει – μάλιστα λίγους μόνο μήνες πριν πεθάνει, το 1894, η Εστία κυκλοφόρησε τα αδαμάντινα πεζά του. Το σαββατόβραδο παρακολουθούμε μια παράσταση οργανωμένη και σκηνοθετημένη από τον ταλαντούχο δήμαρχο των Βορείων Τζουμέρκων. Μουσική και ήθος παραδειγματικά. Ο ηθοποιός που υποδύεται τον νεαρό ποιητή παίζει σαν μετενσαρκωμένος. Ο δήμαρχος είναι μηχανικός και απόφοιτος της Ζωσιμαίας.

Την Κυριακή οι θαλεροί Ηπειρώτες έχουν οργανώσει ημερίδα για τον Κρυστάλλη. Τώρα η μουσική είναι παραδοσιακή και ο λόγος των ομιλητών αστράφτει ανεπιτήδευτος, όσο και το αντικείμενό του. Ακούγοντάς τους συνειδητοποιώ ότι στον ισόγειο χώρο της Πανεπιστημίου 57, που τον επισκέπτομαι πολύ τακτικά για αγορές, βρίσκονταν κάποτε τα γραφεία της εφημερίδας «Η εφημερίς». Εκεί λοιπόν καθόταν κι έγραφε ο Κρυστάλλης – κάποτε δούλεψε στην εφημερίδα ξεγλιστρώντας για λίγο από το αντιμόνιο και από την υγρασία των τυπογραφείων.

Και το απόγευμα; Περπατώ στην Πλάκα, μέχρι το καφενείο του Μουσείου Ακρόπολης, για να συναντήσω τις αγαπημένες φίλες της ομάδας γυναικών γιόγκα Αθηνών και να προγραμματίσουμε τις φετινές δράσεις μας. Μη φανταστείτε τίποτε ασκήσεις διαλογισμού. Φανταστείτε όμως άλλα, όπως γιόγκα σε κρατουμένους φυλακών. Και ετοιμασία γευμάτων για αστέγους και προσφυγόπουλα. Και μελέτη αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων. Ηράκλειτο, Πλάτωνα, Επίκουρο, μεταξύ άλλων.

Εγώ πάλι φαντάζομαι έναν κόσμο που δεν αφήνει τους Κρυστάλληδες να χαθούν έχοντας αναλώσει οικογενειακά την ύπαρξή τους γι’ αυτό που αποκαλούσαν τότε «το Ελληνικόν».

ΥΓ: Ο πατέρας του Κρυστάλλη, εύπορος έμπορος, έχασε την περιουσία του εν μέρει ενισχύοντας τον (ατελέσφορο για τους Συρρακιώτες) απελευθερωτικό αγώνα κι εν μέρει από τις αλλαγές στο τοπίο του εμπορίου που προήλθαν από την αλλαγή συνόρων στην περιοχή. Οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής καθόρισαν, ως συνήθως, τα νέα σύνορα. Το χωριό των Κρυστάλληδων παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία κι ο νεαρός Κώστας, απειλούμενος από τους Τούρκους για τους «βλάσφημους» στίχους του, κατέφυγε στην ελεύθερη Αθήνα. Εκεί μεγαλούργησε ως φέρελπις συγγραφέας εργαζόμενος σκληρά σε διάφορες δουλειές, αρρώστησε και μεταφέρθηκε εσπευσμένα στην Κέρκυρα και την Αρτα, όπου άφησε την τελευταία του πνοή. Πρόλαβε άραγε να διακρίνει τα βουνά της Ηπείρου;