Ο Γκρεγκόρ Πιατιγκόρσκι δεν ήταν μόνον ένας από τους μεγαλύτερους βιολοντσελίστες του 20ού αιώνα και ένας παιδαγωγός από τα χέρια του οποίου βγήκαν περίπου δύο γενιές μεγάλων σολίστ, μα και ένας άνθρωπος που η ιστορία του υπήρξε συναρπαστική, σαν να ήταν βγαλμένη μέσα από ευφάνταστο ιστορικό μυθιστόρημα, γεμάτο από τις τραγωδίες της εποχής του. Γεννημένος στη ρωσική Ουκρανία του 1903, ο Πιατιγκόρσκι ανήκει σε μία χρυσή περίοδο «παραγωγής» μεγάλων μουσικών αυτής της περιόδου: Οϊστραχ, Γκίλελς, Μιλστάιν, Μοϊσέιγεβιτς, Κόγκαν, Χόροβιτς, Μπραϊλόφσκι ήταν μερικές μόνο από τις παγκόσμιας εμβέλειας μορφές της. Σε ηλικία 15 ετών και με την Οκτωβριανή Επανάσταση να έχει μόλις επικρατήσει, ο Πιατιγκόρσκι έχει ήδη τοποθετηθεί σολίστ στην ορχήστρα του Μπολσόι, αλλά και μέλος του Κουαρτέτου Λένιν. Σύντομα, όμως, δεν αντέχει άλλο το καθεστώς και τους περιορισμούς του, ιδίως τους πνευματικούς και μουσικούς, και, με κίνδυνο της ζωής του το σκάει από τη Ρωσία στην Πολωνία με τους στρατιώτες να πυροβολούν πίσω του. Φτάνει τελικά στο Βερολίνο, όπου, για να ζήσει, παίζει σε καφέ. Σε ένα εξ αυτών, συχνάζει ο γίγαντας του τσέλου Φόιερμαν αλλά και ο μυθικός αρχιμουσικός Φουρτβένγκλερ, διευθυντής τότε της Φιλαρμονικής του Βερολίνου. Μόλις τον ακούει να παίζει στον δρόμο, του προσφέρει αμέσως τη θέση του πρώτου τσέλου της Ορχήστρας, με την οποία ο Πιατιγκόρσκι ακούγεται ως μέλος της σε πολλές από τις πρώιμες ηχογραφήσεις της. Η φήμη του Πιατιγκόρσκι εξαπλώνεται τόσο που, όταν πια παίζει υπό τον Ρίχαρντ Στράους τον «Δον Κιχώτη» του για τσέλο και ορχήστρα, σύντομα θα λάβει ένα γράμμα του συνθέτη, ο οποίος θα λέει ότι δεν μπορεί να φανταστεί το έργο του να αποδίδεται καλύτερα. Ομως, εν τω μεταξύ, ο ναζισμός έχει αρχίσει να επελαύνει στη Γερμανία – και μετά στην Ευρώπη. Ο Πιατιγκόρσκι θα φύγει, όπως οι περισσότεροι από τους εβραίους μουσικούς της εποχής, με κατεύθυνση την Αμερική. Εκεί, ξεκινά η επόμενη και πιο μεστή εποχή του, η οποία και αποτυπώνεται σε αυτή τη συλλογή. Κορυφαίο σημείο αναφοράς της είναι βέβαια η μόνιμη συνεργασία του με τον Χάιφετς αλλά και τον Ρουμπινστάιν, με τους οποίους σχημάτισε εκείνο που οι Αμερικανοί ονόμασαν «Τρίο του ενός εκατομμυρίου δολαρίων». Για πολλούς συνθέτες οι οποίοι έγραψαν έργα ειδικά για αυτόν, ο Πιατιγκόρσκι υπήρξε ο μεγαλύτερος τσελίστας του 20ού αιώνα – συγκρίσιμος μόνον με τον Πάμπλο Καζάλς. Και, όσο κι αν αυτό μοιάζει ως μία ενδεχομένως υπερβολική διατύπωση, ακούγοντάς τον να παίζει αντιλαμβάνεται κανείς αμέσως τη βαθιά αλήθεια της.
Μάλερ: Οι Δέκα Συμφωνίες, Συμφωνική Ορχήστρα της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, Ραφαέλ Κούμπελικ, 10 CD, Deutsche Grammophon, 1 audio bluray
Είναι ο πρώτος πλήρης κύκλος των συμφωνιών του Μάλερ που ηχογραφήθηκε επί ευρωπαϊκού εδάφους και ο δεύτερος, ύστερα από εκείνον του Λέοναρντ Μπερνστάιν, παγκοσμίως. Οταν ο Ραφαέλ Κούμπελικ ολοκλήρωσε αυτό το εγχείρημα, που χρειάστηκε κάποια χρόνια για να επιτευχθεί, ήταν ακόμα, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, μία εποχή που το έργο του Μάλερ συγκέντρωνε περισσότερη καχυποψία παρά αποδοχή. Υπό αυτή την έννοια, ο Κούμπελικ, Τσέχος και ο ίδιος όπως και ο συνθέτης, υπήρξε ένας από τους καθοριστικούς υπερασπιστές του Μάλερ με τις ηχογραφήσεις αυτές να εκπαιδεύουν πολλές χιλιάδες ανθρώπους διεθνώς σε αυτή την τόσο μοναδική, απαιτητική, αλλά και τόσο βαθιά, εν τέλει, ανταποδοτική μουσική. Ο Κούμπελικ είχε στα χέρια του μία ορχήστρα που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε υπό τον μεγάλο Ευγένιο Γιόχουμ μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και σύντομα αναδείχθηκε σε μία από τις σημαντικότερες στον κόσμο, όπως ακόμα και τώρα παραμένει να είναι. Μαέστρος και ορχήστρα δεν «διαβάζουν» τον Μάλερ όπως πολλοί άλλοι ομότεχνοί τους: δεν πρόκειται για μία προσέγγιση ακραίων εξάρσεων. Οσο κι αν ακούγεται αντιφατικό, θα έλεγε κανείς ότι πλησιάζει περισσότερο σε ερμηνευτικούς όρους της κλασικής εποχής, όπου το αποτέλεσμα παράγεται κυρίως μέσα από την ανάλυση και λιγότερο από την έξαρση του αισθήματος, η οποία είναι πολύ πιο κοινός τόπος στην ερμηνευτική του Μάλερ. Ακριβώς γι’ αυτό όμως η ιδιαιτερότητά της έχει μείνει αναλλοίωτη στον χρόνο, ενώ η επανέκδοσή της εδώ, με όχημα την αποτύπωση του ήχου σε τέτοια αναλυτική ποιότητα σαν αυτή του bluray, της επιτρέπει, για πρώτη ίσως φορά, να εκφραστεί σε τέτοια πληρότητα. Είναι ένας κύκλος αναφοράς κεντρικός στην ιστορία της δισκογραφίας του Μάλερ που δεν μπορεί να απουσιάζει – ούτε και πρόκειται ποτέ.