Το πρώτο της ζωής του ταξίδι στην Ελλάδα ο γάλλος φιλόσοφος του 20ού αιώνα Ζακ Ντεριντά το πραγματοποίησε τον Νοέμβριο του 1994. Η μεγάλη μορφή της αποδομητικής σκέψης μίλησε στα «ΝΕΑ» εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του για την Ελλάδα του Αριστοτέλη, του Αγίου Ιωάννη, καθώς και ορισμένων σύγχρονων «αποκαλυπτικών» μορφών διανόησης:
Αργά το βράδυ της Πέμπτης στα απομεινάρια του Ιλισού, σημερινό τόπο «περιέργων συναντήσεων», ο Ζακ Ντεριντά αναζητούσε τα ίχνη του Σωκράτη. Σε μια ερημιά, δίπλα στον θόρυβο της πόλης και των αυτοκινήτων, ο γάλλος φιλόσοφος και μελετητής της αρχαίας ελληνικής σκέψης, είδε τον τόπο όπου ο Σωκράτης μιλούσε στον Φαίδρο. «Ηταν μια στιγμή μεγάλου συναισθήματος. Εβλεπα το μέρος για το οποίο είχα γράψει την “Πλάτωνος Φαρμακεία” (μετάφραση Χρήστου Γ. Λάζου, εκδ. Αγρα). Εδώ και τέσσερις ημέρες προσπαθώ να καταλάβω τι σημαίνει σύγχρονη Ελλάδα».
Ηταν η πρώτη του επίσκεψη στην Ελλάδα, παρ’ όλο που εδώ και χρόνια δουλεύει πάνω στα κείμενα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα. Γνώριζε τον Ηράκλειτο και ήρθε να μάθει για την Ελλάδα του σήμερα, για να αναζητήσει το «αιώνιο παρόν», να ακούσει τη γλώσσα, να δει τους ανθρώπους και τη γη, να ενεργοποιήσει τη μνήμη του. Ο Ζακ Ντεριντά ανταποκρίθηκε σε μία παλαιότερη υπόσχεση στον Γιώργο Βέλτσο που δόθηκε στο Παρίσι, για ένα σύντομο ταξίδι στην Ελλάδα, μια περιήγηση στο Αιγαίο, μια συνάντηση με τους φοιτητές του Τμήματος Επικοινωνίας του Παντείου Πανεπιστημίου, μια παρουσία στο μάθημα του Γιώργου Βέλτσου που τον μελετά πολλά χρόνια.
Συνάντηση των «ΝΕΩΝ» με τον Ζακ Ντεριντά στο διαμέρισμα του οικοδεσπότη στο Κολωνάκι. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα της απρόβλεπτης συνέντευξης – ο Ντεριντά και ο Βέλτσος επέμειναν στον αυστηρά ιδιωτικό χαρακτήρα του ταξιδιού – ο λόγος του διάσημου φιλοσόφου:
«Για κάποιους μυστηριώδεις λόγους καθυστέρησα το ταξίδι μου στην Ελλάδα. Η ιδιότητά μου, η κουλτούρα μου με έκαναν να ασχοληθώ με την ελληνική φιλοσοφική μνήμη. Ετσι, το πνεύμα μου κυριαρχείται από αυτό που συνέβη εδώ πριν από 27 αιώνες». Χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα, κάνοντας ένα διάλειμμα στη συνήθως φορτωμένη πανεπιστημιακή, ακαδημαϊκή ζωή του, είναι οι πρώτες διακοπές, ύστερα από 20 χρόνια που κάνει με τη σύζυγό του, ψυχαναλύτρια, Μαργκερίτ Ντεριντά. «Ηρθα για να εκτεθώ στις εκπλήξεις. Που δεν έλειψαν. Υστερα από μία σύντομη στάση στην Αθήνα, οι δυνατές στιγμές ήταν στην Πάτμο και την Εφεσο. Καθώς ήταν μία ονειρική κατάσταση, ήθελα να ψάξω στα αρχεία, να δω τα μνημεία. Ολα συνέβαιναν πολύ γρήγορα και ήθελα να επιβεβαιώσω ή να αποκαταστήσω στη μνήμη μου τους φυσικούς χώρους: ο ίδιος ουρανός, η ίδια γη που έβλεπαν ο Ηράκλειτος, ο Αγιος Ιωάννης… Ηθελα να βρω το “αιώνιο παρόν”».
Μετά την έκθεσή του στις εντυπώσεις, το ενδιαφέρον του για το σήμερα. «Να κατανοήσω τι είναι η σύγχρονη Ελλάδα. Τι άλλαξε από την είσοδό της στην Ευρώπη. Και ύστερα άκουσα τη γλώσσα. Μεγάλη γλωσσολογική εμπειρία. Εφτανε στα αφτιά μου περισσότερο σαν μουσική παρά ως έννοιες. Ολα αυτά είναι ένα συναίσθημα που συμπυκνώνουν τη μνήμη και τη φιλία που υπάρχουν στη ζωή ενός ανθρώπου γι’ αυτήν τη χώρα».
ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ. Ρώτησε πολλά για τη μοντέρνα ζωή, για τα διεθνή προβλήματα που έχουμε αυτήν τη στιγμή με τη Μακεδονία, γιατί επιμένουμε τόσο στο όνομα. Εμαθε για την ελληνική κοινότητα των διανοούμενων, για τη Νέα Ορθοδοξία, για το πρόβλημα της μετάφρασης της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στα γαλλικά, αλλά και για την αξιόλογη δουλειά των ελλήνων μεταφραστών που δεν αναγνωρίζονται και δεν υποστηρίζονται όσο τους αξίζει.
Ο φιλόσοφος που το περιοδικό «Εκόνομιστ» θεωρεί μία από τις 12 προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο, που το Πανεπιστήμιο του Χιούστον στο Τέξας έχει εγκαταστήσει ένα φωτοτυπικό μηχάνημα στο σπίτι του για να φωτοτυπήσει όλα τα αρχεία του, που ίδρυσε το Διεθνές Κολέγιο Φιλοσοφίας για να αντιταχθεί στην παραδοσιακή νοοτροπία των ακαδημαϊκών του Κολεγίου της Γαλλίας, που η ιδέα του Κέιμπριτζ να τον ανακηρύξει επίτιμο διδάκτορα προκάλεσε δυσφορία σε μερικούς καθηγητές και που παρά ταύτα εξελέγη, ορίζει τη δουλειά του μέσα στα όρια της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας. «Ως ένα είδος εξήγησης, ερωτικής και επιθετικής ταυτόχρονα, απέναντι στην ελληνική μνήμη. Είναι για μένα αινιγματική, σκοτεινή, παρ’ όλη τη δουλειά μου πάνω στα αρχαία κείμενα. Μια κληρονομιά που άλλοτε αποδέχομαι και άλλοτε αρνούμαι. Υπάρχει κάτι που μένει για μένα άθικτο, παρθένο. Νιώθω ανάμεικτα συναισθήματα φιλίας, έρωτα, πολέμου, για πράγματα που ακόμα δεν ανακάλυψα. Τα οποία αν και είναι τόσο παλιά βρίσκονται εδώ, μιλάω για ένα θαύμα. Για το οποίο χρωστάω ευγνωμοσύνη στους φίλους μου, στην ίδια την Ελλάδα».