Ο τρόπος είναι ένας και είναι πάντα ακραίος. Γιατί εάν για τον πρωθυπουργό της Αλβανίας ο Κατσίφας ήταν ένας τρελός με τον οποίο δεν θα άξιζε να ασχολείται κανείς, για όσους πέρασαν τα σύνορα για να πάνε στην κηδεία του παραμένει ένας ήρωας – «ήταν Ελληνας στη Βόρεια Ηπειρο και τον θαυμάζουμε γι’ αυτό που έγινε» όπως το έθεσε ο Ιερώνυμος. Ο Κατσίφας δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι πια νεκρός. Κι όσο η αλβανική αστυνομία θα επιμένει ότι το δικό της χέρι το όπλισε το Καλάσνικοφ του Κατσίφα, θα έχει πάντα νόημα να συνεχίζει να αναρωτιέται κανείς τι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι του ίδιου του Κατσίφα. Ποια ήταν η πρώτη ύλη που τον οδήγησε σε μια τέτοια ακρότητα και ένα τέτοιο τέλος.

Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: πολύ πριν πέσει νεκρός από τις σφαίρες της αλβανικής αστυνομίας, ο Κατσίφας είχε πέσει θύμα ενός ανόθευτου μιλιταριστικού εθνικισμού. Είχε πέσει θύμα ενός αλυτρωτισμού που κυκλοφορεί με στολή παραλλαγής και Καλάσνικοφ. Του αλυτρωτισμού που, αλίμονο, θαυμάζει ο Ιερώνυμος ενσαρκωμένο στον πρόσωπο του Κατσίφα. Ή εκείνου του εν υπνώσει αλυτρωτισμού που, χωρίς το πρόσωπο του Κατσίφα, εκδηλώνεται αταβιστικά και ήπια. Νότια Αλβανία που είπε ο Φίλης; Μα φυσικά δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο «η κουκλίτσα η αληθινή», υπάρχει μόνο η Βόρεια Ηπειρος.

Είναι αυτή η λογική που αναγνωρίζει το δικαίωμα σε κάποιον να κυκλοφορεί σαν μοναχικός λύκος παραστρατιωτικής οργάνωσης σε μια άλλη χώρα. Είναι η λογική που δημιουργεί θαυμαστές σαν τον Ιερώνυμο. Αλλά είναι και η λογική που φέρνει θρήνο, όχι μόνο τον οικογενειακό της μητέρας που χάνει το παιδί της, έχει φέρει πολλές φορές και εθνικό. Πώς το έλεγε ο Μπρεχτ για τους λαούς που έχουν ανάγκη από ήρωες; Αλίμονο και στους ηγέτες που ξεμπερδεύουν με τους νεκρούς βαφτίζοντάς τους τρελούς. Αλίμονο και στα Βαλκάνια.