Eίναι εξαιρετικά άχαρο, αλλά και απολύτως απαραίτητο να υπερασπίζεσαι το επάγγελμά σου σε μια περίοδο που έχει στοχοποιηθεί είτε βάναυσα και απροκάλυπτα όπως στην περίπτωση του Τραμπ, είτε στο όνομα μας αφηρημένης, κίβδηλης και εργαλειοποιημένης «δημοκρατίας» – αυτό που ζούμε δηλαδή με την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ από το δημοψήφισμα του 2015. Ανατρέχοντας ωστόσο σε παλαιότερα κείμενα, δημοσιεύσεις και δηλώσεις, ο λαϊκισμός στόχευε πάντα τη δημοσιογραφία. Οπως ακριβώς οι τύραννοι του αρχαίου κόσμου σκότωναν τον αγγελιοφόρο που έφερνε τα κακά μαντάτα. Το έχει πει ο Τσέστερτον πριν από 100, περίπου, χρόνια: «Δεν έγινε χειρότερος ο κόσμος. Απλώς έγινε πολύ καλύτερη η κάλυψη των γεγονότων».
Ναι, ο δημοσιογράφος, μπορεί να γίνει ένας εξαιρετικά ενοχλητικός άνθρωπος γι’ αυτούς που θέλουν να παραποιήσουν την πραγματικότητα. Δεν λέω την αλήθεια, διότι η «αλήθεια» είναι μια υποκειμενική ανάγνωση των γεγονότων και ο καθένας μπορεί να έχει τη δική του. Η πραγματικότητα είναι μία. Και αυτή η εύθραυστη σχέση μεταξύ αλήθειας και πραγματικότητας έχει γίνει σμπαράλια στην εποχή των fake news. Σε μια εποχή που μπορεί ένα ποστάρισμα ή μια κυβερνητική τρολιά στα σόσιαλ μίντια να διακινηθεί ως πιο πιστευτό από μία δημοσιογραφική αποκάλυψη, ποιος θα εμποδίσει έναν Πρωθυπουργό σαν τον Αλέξη Τσίπρα να πει σε συμβασιούχους στην Καλαμαριά τον Ιανουάριο του 2017 ότι το να μη διαβάζουν εφημερίδες κάνει καλό στην υγεία τους. Και δεν νομίζω ότι η τραμπ(ουκ)ική φίμωση του δημοσιογράφου του CNN είναι κάτι χειρότερο από αυτό ή από το ότι στη συνέντευξη Τύπου στην έκθεση Θεσσαλονίκης, τον περασμένο Σεπτέμβριο, δεν δόθηκε καν το μικρόφωνο στον δημοσιογράφο του «Βήματος».
Πολύ θα βόλευε κάποιους μια δημοσιογραφία sur mesure. Μόνο που αυτό δεν είναι δημοσιογραφία. Ή, όπως το λέει ο Καμί: «Ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι καλός ή κακός, αλλά χωρίς ελευθερία ο Τύπος δεν μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από κακός».