Ο Κώστας Μπακογιάννης σαν ομιλητής του Tedx ή σαν pop βάρδος ανακοίνωσε την υποψηφιότητά του για τον Δήμο Αθηναίων. Είχε προηγηθεί ο αριστοκρατικός Παύλος Γερουλάνος με μια πιο ταπεινή τελετή στην καρδιά της Κυψέλης και με φόντο την αποθέωση της αντιπαροχής – δηλαδή τις ψηλές πολυκατοικίες ή τα «κάθετα χωριά» όπως τα έλεγε ο Κωστής Παπαγιώργης. Δύο εξαίρετοι, μορφωμένοι πολιτικοί θα παλέψουν στα μαρμαρένια αλώνια της πρωτεύουσας με μπόλικο Ιντερνετ, ψηφιακή διάδραση με τους πολίτες και χάπενινγκ μέχρι τις κάλπες του Μαΐου. Την ίδια ώρα ένας εκ των υποψηφίων θα λάβει τη σκυτάλη του δήμου από τον Γιώργο Καμίνη. Ο τελευταίος, αφού έσωσε την πόλη, τώρα θα σώσει και την Κεντροαριστερά.
Αρκούν όμως όλα αυτά; Το ερώτημα δεν απευθύνεται στα κόμματα ή τους μηχανισμούς τους που αυτές τις μέρες επιλέγουν τους εκλεκτούς – ή συμβιβάζονται με τους λιγότερο δυσάρεστους για υποψηφίους στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Το ερώτημα πάει σε όσους ζουν στην Αθήνα. Είναι πεζοί. Είναι εργαζόμενοι στο κέντρο. Και έχουν εικόνα. Με βεβαιότητα, όλοι αυτοί έχουν πολλά να σας πουν. Μια πόλη που ρημάζει από το Airbnb και την τουριστικοποίηση του πυρήνα της. Που έχει παραδοθεί πολιτιστικά στα μεγάλα ιδρύματα. Που γίνεται όλο και πιο εχθρική στους πεζούς της. Μια πόλη που μοιάζει να βρίσκεται στον αυτόματο και που χάνεται στη λήθη η τελευταία σοβαρή μεταρρύθμιση που την αφορά.
Ειδικά τα τελευταία χρόνια ορισμένοι όψιμοι Αθηναίοι έχουν μπερδέψει τις ανάγκες της Αθήνας με διάφορες παράξενες τελετουργίες. Θεματικοί περίπατοι. Φωτογραφίσεις μνημείων ή συνοικιών (εδώ πάντα καραδοκεί το υψωμένο φρύδι του αποικιοκράτη). Δράσεις επανα-οικειοποίησης της πόλης λέγονται όλα αυτά, αλλά απέχουν πολύ από τη ζωή, τα προβλήματα, τη ροή της Αθήνας. Αφήστε που σε πολλές περιπτώσεις ορισμένοι εξ αυτών δεν είναι τίποτε άλλο από τη λεοντή διαφόρων real estate που για να ψωνίσουν κτίρια πρώτα απαξιώνουν περιοχές, μετά τις στολίζουν με εξωτικές καλλιτεχνικές ή ακτιβίστικες δράσεις και στο τέλος ανεβάζουν τις τιμές τους για να μοσχοπουλήσουν.
Κι όμως η Αθήνα είναι μακριά από όλα αυτά. Πολύ περισσότερο οι ανάγκες της που βέβαια τέμνονται με την κεντρική πολιτική. Οι δε λύσεις, όλο και περισσότερο προϋποθέτουν ένα μακρύ σχέδιο που θα ξεκινάει από τη διάσωση μνημείων και θα φτάνει στην ενσωμάτωση όλων των σύγχρονων τάσεων. Κι όμως, πολλοί θεωρούν πως με σκόρπια συνθήματα για την ασφάλεια (δηλαδή την καταστολή), τη δημόσια τάξη, την καθαριότητα συγκροτούν πρόγραμμα.
Να το πω αλλιώς: από τις προηγούμενες τοπικές εκλογές πέρασαν πέντε χρόνια. Θα δούμε άραγε σύνοψη και απολογισμό των εκλεγμένων παρατάξεων; Θα λογοδοτήσει κανείς από τους εκλεγμένους του 2014 στους αθηναίους πολίτες για το τι έκανε και τι όχι; Ακόμη και το πρόσφατο Βραβείο Καινοτομίας που έλαβε η Αθήνα στη Λισαβόνα έμοιαζε με κακόγουστο αστείο ή με τρολάρισμα εκ μέρους των Ευρωπαίων.
Τα ερωτήματα τίθενται αμείλικτα και για την Αριστερά. Για το ΚΚΕ που βλέπει την Τοπική Αυτοδιοίκηση σαν το μακρύ χέρι του καπιταλισμού νέτα σκέτα. Για τον ΣΥΡΙΖΑ και την Ανοιχτή Πόλη του που δεν έκανε απολύτως τίποτε. Και όλα αυτά σε μια συγκυρία που η Αριστερά είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Με την κληρονομιά ενός Λέοντος Αυδή ή μιας Ελένης Πορτάλιου θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα συμπαγές ρεύμα αυτά τα πέντε χρόνια στην Αθήνα. Μια νέα νοηματοδότηση για την πόλη. Μια πλατφόρμα υπεράσπισης του δημόσιου χώρου και της συλλογικής μνήμης. Γιατί η κατάσταση στην Αθήνα αντανακλά και το επίπεδο της δημοκρατίας μας.