Συμβαίνει. Να παίζεις με τον Μπουζούκη και τον Χατζηγιοβάνη και να μην είσαι καλός. Να μην ακουμπάς την μπάλα. Να παίζεις με τον Ριμπερί και τον Λεβαντόφσκι και να είσαι καλύτερος. Οχι από τους Βαυαρούς. Να είσαι πολύ καλύτερος από την αμέσως προηγούμενη εμφάνισή σου. Καμία σχέση η Τετάρτη με το Σάββατο. Συμβαίνει. Γήπεδο το ένα, γήπεδο και το άλλο, αλλά δεν είναι ίδιο το Allianz Arena με το ΟΑΚΑ. Το ένα είναι η καθημερινότητα, το άλλο είναι η γιορτή. Το ένα η ρουτίνα, το άλλο η εξαίρεση. Αλλο είναι να εμφανίζεσαι στο Παλλάς κι άλλο στο Carnegie Hall. Είναι ο χώρος που σε υποβάλλει. Να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό. Ετσι και στο ποδόσφαιρο. Ολα στο Τσάμπιονς Λιγκ είναι διαφορετικά. Ακόμα κι οι φανέλες. Δεν γίνεται να είσαι χαλαρός. Δεν γίνεται να μην τα δώσεις όλα. Εκεί ακριβώς ήταν η διαφορά της ΑΕΚ από Σάββατο σε Τετάρτη. Δεν ήταν θέμα επιλογής. Ηταν θέμα συνθηκών.

Φιλότιμο

Δεν παίζεις κάθε μέρα στο Μόναχο με τη Μπάγερν. Στο πρωτάθλημα παίζεις κάθε Σαββατοκύριακο. Δεν έκανε κάτι το εντυπωσιακό η ΑΕΚ. Με τους Βαυαρούς να μην είναι στα καλύτερά τους, στο μισό γήπεδο έπαιξε. Στο άλλο μισό δεν πάτησε. Οι τελικές ήταν 19-3. Κι ούτε μία εντός στόχου. Που πάει να πει και χωρίς τερματοφύλακα να κατέβαινε η Μπάγερν, τα δίχτυα στην εστία της πάλι δεν θα είχαν κουνηθεί. Ο Ουζουνίδης έκανε την ανάγκη φιλότιμο κι έπαιξε (για πρώτη φορά) με τρεις στόπερ. Στη κατάσταση που είναι οι ποδοσφαιριστές του, δεν θα την έλεγες λάθος επιλογή. Για να έπαιζε το ματς στα ίσα η ομάδα του, δεν είχε τα κουράγια. Μαζεύτηκε, πήγε να κρατήσει το σκορ χαμηλά και τα κατάφερε. Το ότι θα γύριζε πίσω με άδεια χέρια ήταν δεδομένο. Στο συγκεκριμένο ματς τουλάχιστον η ομάδα του εξάντλησε τις δυνατότητές της. Κάτι καλύτερο δεν θα μπορούσε να παρουσιάσει.

Και δεν θα μπορούσε να λείπει η συνήθης ελληνική γκρίνια για τη διαιτησία. Από προπονητή, ποδοσφαιριστές και αθλητικογράφους. Για το αυστηρό (;) έως ανύπαρκτο πέναλτι που κέρδισε ο Λεβαντόφσκι από τον Τσόσιτς. Μπορεί να είναι κι έτσι. Η διαφορά του Τσάμπιονς Λιγκ από τη Σούπερ Λίγκα που λέγαμε έχει να κάνει και με διαιτησία. Στη Ευρώπη δεν είναι όπως τα ξέρεις. Είναι όπως τα βρίσκεις. Του τη λέει μία ο διαιτητής του Τσόσιτς να μην τραβάει. Του τη λέει δύο, την τρίτη δείχνει την άσπρη βούλα. Κάπου νευριάζει κι ο διαιτητής. Δεν γίνεται, σου λέει, να ασχολούμαι συνέχεια μαζί σου. Και πολύ περισσότερο όταν σε ό,τι έχει να κάνει με το Τσάμπιονς Λιγκ είσαι σαν ελληνική ομάδα, κάτι μεταξύ Λεβαδειακού και ΠΑΣ Γιάννινα. Δεν θα το σκεφτεί και πολύ να σε στήσει στα έντεκα μέτρα. Οταν μάλιστα υπάρχουν και τα ακόμα χειρότερα. Οπως το πέναλτι της Σίτι με τη Σαχτάρ.

Τρόπος

Το ποδόσφαιρο στην τελική είναι παντού ίδιο. Και πάντα απρόβλεπτο. Για 85 λεπτά η Γιουνάιτεντ δεν υπάρχει στο γήπεδο. Πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η Μπάγερν την ΑΕΚ, την είχε βάλει η Γιουβέντους στα δίχτυα. Βρίσκει δύο γκολ από δύο στημένα κι όλα τούμπα. Και κάνει και τη μαγκιά ο Μουρίνιο, ότι δήθεν δεν τους ακούει. Επειδή, όπως είπε, βρίζανε την οικογένειά του. Προφανώς, δεν θα του είχε ξανασυμβεί. Αν θέλεις βέβαια, να σου μιλάνε με το σεις και με το σας, δεν πας να γίνεις προπονητής. Να τρέχεις δεξιά κι αριστερά στα γήπεδα να σου λέει ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Ανοίγεις μια γκαλερί κι έχεις να κάνεις με τον καλό κόσμο. Δεν γίνεται να είσαι προπονητής και να μανουριάζεις με τον κόσμο. Εκτός, αν το έχει η κούτρα σου. Για να βάλει στη θέση του τον «special one» ο Πολ Σκόουλς: «Αυτό γίνεται σε κάθε μέρος όπου πάει. Δεν χρειάζεται να γίνει κάτι. Είναι ο τρόπος του. Οταν νικάς πρέπει να έχεις στυλ. Πήγαινε και σφίξε το χέρι του αντίπαλου προπονητή». Βρες εσύ άκρη με τον Μουρίνιο.