«Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η θρησκεία, ζήτω η Νέα Δημοκρατία» έλεγε το τραγουδάκι στα χρόνια της τεράστιας ιδεολογικής αδυναμίας. Το ορμητικό και ευφάνταστο ΠΑΣΟΚ είχε βυθίσει το ιστορικό συντηρητικό κόμμα σε μια παρατεταμένη κρίση ταυτότητας. Η αναστροφή λοιπόν στα στερεότυπα ήταν η πρώτη γραμμή άμυνας, τότε, στα πέτρινα χρόνια του ’80. Σαν να αναβιώνουν και σήμερα «πέτρινα χρόνια». Tην ίδια αναστροφή βλέπουμε, παρ’ όλο που αυτό το οποίο καλλιεργείται, είναι ότι επίκειται νεοδημοκρατική επάνοδος.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στην περίπτωση της Νέας Δημοκρατίας η ιδεολογική αμφιρρέπεια, οι αντιφάσεις και οι ασάφειες, εκτός από την ανασφάλεια, τροφοδοτούν και την κλασικιστική ρητορική πάνω στα πατροπαράδοτα και μια δογματική «νεωτερικότητα» με τους όρους ενός επιθετικού και ασαφούς καπιταλιστικού μοντερνισμού. Μια ιδεολογική «αναγήρανση», μια στροφή σ’ αυτά που «καταλαβαίνει ο κόσμος», σ’ αυτά που φοβάται ο αστός, παράλληλα με μια μανιασμένη ρητορική εναντίον του δημόσιου χώρου (θεσμικού, συμβολικού, θεωρησιακού), όρκους πάνω σε κάθε εκφορά του νέου, αποδόμηση κάθε εργασιακής βεβαιότητας. Απίστευτος συντηρητισμός και συγχρόνως προσφυγή σε μια μεταφυσικά νεωτερική οικονομία. Μαζί.
Η κριτική της Νέας Δημοκρατίας, για παράδειγμα, στη συμφωνία με την Εκκλησία, παραμορφώνεται μέσα απ’ αυτόν τον αλληθωρισμό. Αυτά τα γλαφυρά που ακούστηκαν για «κατάργηση σταυρού, Χριστουγέννων» κ.λπ. εκφράζουν τον υποκείμενο νεοσυντηρητισμό, όχι γιατί αναφέρονται στο παρελθόν, αλλά γιατί ως λόγος, είναι παρελθόν, προεπιστημονική αντήχηση. Επενδύουν στη βαθιά πολιτιστική ανασφάλεια, στο απελπισμένο ταυτοτικό ερώτημα που συνεγείρει καθηλωτικά τον λαό. Ετσι η απέχθεια για τον δημόσιο υπάλληλο και τον δημόσιο χώρο συνδυάζεται μια χαρά, με την υποκριτική αγωνία για τη μισθοδοσία των ιερέων. Και έτσι, πίσω από τις ιδεολογικές και βαθιά καιροσκοπικές «αντινομίες» αποδυναμώνονται εν τέλει ενδιαφέρουσες πλευρές της συμφωνίας. Κυρίως την κατάκτηση μιας διαβουλευτικής ποιότητας στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους.
Η συμφωνία πέρα από τον συμβιβαστικό χαρακτήρα της, γίνεται «προοδευτική» και λόγω της πολιτικής και πολιτιστικής οπισθοδρόμησης του κοινωνικού σώματος. Οταν έχουμε αυτόν τον μπαρόκ εθνολαϊκισμό ως κυρίαρχο συμπεριφορικό αποτύπωμα, όταν αυτοδιοικητικοί άρχοντες, προσκείμενοι στην αξιωματική αντιπολίτευση, ξιφουλκούν εναντίον προαιώνιων εχθρών του έθνους, και συγχρόνως στο πεδίο της οικονομίας, της διοίκησης κατισχύει μια ρητορική για την «επιχειρηματικότητα», για τους δείκτες, για τους διεθνείς οίκους, μια παπαγαλία της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, μια ευσεβής ανάγνωση των «Financial Times» κ.λπ. ηθογραφικά, σοβαρά διαβήματα όπως αυτό που περιγράφεται στη συμφωνία, αποκρύπτονται ή διαστρέφονται. Στο διαβουλευτικό σκέλος κερδίζεται μια ποιότητα, στις ρυθμίσεις γίνεται προσπάθεια να αναθεμελιωθεί μια ισορροπία. Σε ποιο φόντο όμως; Ποιες είναι οι συνθήκες που καλλιεργούν τον μεγάλο αναχρονισμό; Με πρόφαση το Προσφυγικό, το Μακεδονικό, διάφορα κατά καιρούς αναδυόμενα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ανακαλούνται ζητήματα ταυτότητας. Το χειρότερο είναι ότι οι καριερίστες και αριβίστες κάθε είδους, πλειοδοτούν και στα δύο και στον εθνολαϊκισμό και στο ζήτημα του οικονομίστικου δογματισμού μεταμφιεσμένου στο αύριο μιας χώρας που γίνεται προσπάθεια να μην έχει αύριο.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νομού Σάμου και πρόεδρος Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής