Ολο και συχνότερα, περαστικοί σταματούν τον Γιώργο Αρμένη στον δρόμο και τον ρωτούν αν είναι ο Μάκης Τσετσένογλου από την ταινία «Ολα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη. Ο μεγάλος ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας είναι και Μάκης και όλα αυτά που υποδύεται στο σανίδι πενήντα χρόνια. Από τότε που πρωτοπήγε δίπλα στον Κάρολο Κουν, αλλά και μόνος στο δικό του θέατρο (το Νέο Ελληνικό Θέατρο που σήμερα διευθύνει ο γιος του Κωνσταντίνος), τη Σχολή του, τα βιβλία του, τα έργα που έχει γράψει (π.χ. «Το σόι»), αλλά και τηλεοπτικές σειρές όπως το «Χαίρε, Τάσο Καρατάσο» που άφησαν εποχή. Ο Αρμένης ζυμώθηκε δίπλα στον Κουν 22 χρόνια ενώ και σήμερα παραμένει μάχιμος ηθοποιός, σκληρός ως Ηπειρώτης που όμως δεν διστάζει να συγκινηθεί και να ξεσπάσει σε λυγμούς. Μας δίνει την 4η Εντολή και μας αφηγείται ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια, το Θέατρο Τέχνης, το θρυλικό Βιετνάμ, την Αριστερά και τα Εξάρχεια.
Πού παίζετε φέτος;
Παίζω στη «Λωξάντρα». Σε ένα ανακαινισμένο Βεάκη, που αναγέννησαν οι αδελφοί Τάγαρη. Σε σκηνοθεσία του Χατζάκη, με την Ελένη Κοκκίδου. Το μυθιστόρημα της Ιορδανίδου το διασκεύασε ο Ακης Δήμου.
Γιατί δεν παίζετε στο δικό σας θέατρο;
Εδώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε! Πήγα στους πάντες, περιφερειάρχη, δήμαρχο, υπουργό, για να μπουν φώτα, να γίνει κάτι με την καθαριότητα. Βγαίνω έξω με το λάστιχο για να κρατήσω καθαρή τη Σχολή. Φοβάται ο κόσμος την περιοχή. Είναι εμπόλεμη ζώνη. Ολοι οι πολιτικοί και οι καλλιτέχνες γαλουχήθηκαν στα Εξάρχεια. Η περιοχή ήταν κοιτίδα σκέψης. Λες και μίσησαν σήμερα αυτή τη γειτονιά και δεν κάνει κανείς τίποτε.
Τι άλλαξε;
Είμαι 52 χρόνια εδώ, έκανα σπίτι, θέατρο. Ηταν υπέροχη γειτονιά, ήσυχη. Μεγάλωσα τον γιο μου εδώ.
Σήμερα;
Σήμερα τίποτε, κάτι φαγάδικα στην οδό Αραχώβης που δεν τα πειράζει κανείς. Ευτυχώς βρήκα αυτή τη δουλειά – με τη «Λωξάντρα» – για να αντεπεξέλθω στη ζωή μου. Στα Εξάρχεια μπήκαν στοιχεία που έρχονται από αλλού. Πολλά παιδιά από βόρεια προάστια που ξεσπάνε, μπορεί να έχουν δίκιο. Οι πόρτες δεν είναι ανοιχτές για τα παιδιά, είναι σαν να είναι από πίσω από τις πόρτες κάποιοι που τις σπρώχνουν.
Παλιά;
Παλιά ήταν. Οταν ήλθα νέος στην Αθήνα είχε ανοιχτές πόρτες. Δεν ήταν και τόσοι ηθοποιοί τότε. Είχαμε και την τηλεόραση μετά. Εξι σχολές υπήρχαν. Σήμερα; 90% ανεργία στο επάγγελμα.
Είναι κακό που έχουμε τόσους ηθοποιούς;
Δεν είναι κακό. Οι νέοι κάνουν με το χαρτζιλίκι τους ομάδες, παραγωγές. Μέσα από εκεί θα αναγεννηθεί το θέατρο, θα βγουν νέες προσωπικότητες, νέα πράγματα. Πιστεύω στα νέα παιδιά.
Τελικά σε τι πιστεύετε πιο πολύ: Σε μεγάλο δάσκαλο – καθοδηγητή ή στην ομάδα;
Κοίτα, σήμερα υπάρχουν άνθρωποι, όπως ο Μαρκουλάκης, πανέξυπνος, με δική του οπτική. Βλέπω ένα καλό φως εκεί. Εγώ πήγα πέρυσι να ανεβάσω τον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, κλασικό έργο, πολυπρόσωπο, πήρα με το ζόρι 15.000 ευρώ. Στις επιτροπές ήμουν πάντα δεύτερος, με αυτά προσπάθησα να το κάνω, δεν είναι μεγαλόκαρδες οι επιτροπές.
Δεν βοηθάει κανείς;
Κανείς. Πήγα σε έναν υπουργό παλιότερα για το θέατρό μου και μου είπε «Γιατί δεν το κλείνετε;». Αν σβήσει και αυτό το φως στα Εξάρχεια δεν θα μείνει τίποτε. Μόνον εγώ είμαι και ο Τάκης ο Βουτέρης. Αυτός είναι μέσα στο μάτι του κυκλώνα – αναγκάζεται και το κλείνει. Πού και πού κάνει πράγματα με την Αννίτα Δεκαβάλλα. Ο Φούρνος ή το Studio Μαυρομιχάλη είναι στη Νεάπολη. Οταν άνοιξα ήμουν γεμάτος. Οχι πια.
Πώς είναι οι μαθητές σας;
Εξυπνα παιδιά, απλώς είναι λίγο στην εικόνα. Βαριούνται να διαβάσουν. Το βλέπω. Eχει να κάνει με το Iντερνετ. Μένουν στην πληροφορία. Θα πρέπει να τους ακούσουμε όμως, να τους αφουγκραστούμε. Κάνουν και πειραματικά πράγματα που δεν έχουν σχέση με τον ελληνικό χώρο. Φοβούνται μην τους πουν εθνικιστές. Ελληνες δεν πολυπαίζουν.
Από ξενομανία ή φόβο να μην τους πουν επαρχιώτες;
Ψάχνουν να το εντάξουν σε μια φόρμα – συνθήκη δική τους και εκεί κάνουν διάφορα. Στο τέλος φεύγεις και δεν ξέρεις τι είδες. Δεν πάνε στο έργο. Το φέρνουν στα μέτρα τους. Σημασία έχει να πας στο έργο, στους χαρακτήρες, τώρα χάνονται, εύχομαι να ωριμάσουν.
Πολιτικά πώς τα βλέπετε;
Πολιτικά ήμουν πάντα Αριστερά. Δεν μπορώ να είμαι αλλιώς. Δεν ξέρω γιατί υπάρχει φοβερό τρολάρισμα από την κυβέρνηση που ψήφισα. Με θεωρούν αντιδραστικό.
Πώς σχολιάζετε αυτό που ζούμε;
Αυτό φαίνεται διά γυμνού οφθαλμού.
Τομές δεν γίνονται;
Μεγάλες τομές δεν έχω δει. Θα πρέπει να σταματήσει αυτό το πράγμα με τον Πάνο Καμμένο, δεν αντέχεται. Αισθητικά δεν μου πάει, δεν τον μπορώ.
Γιατί συνέπραξαν Τσίπρας και Καμμένος;
Για να κυβερνήσουν. Τώρα όμως καταντάει τραγωδία.
Υπάρχει Αριστερά – Δεξιά;
Υπάρχει το ΚΚΕ. Εχει μια γραμμή, σταθερή, που πρέπει βέβαια κάτι να αλλάξει.
Ορθώνεται μια νέα Δεξιά;
Είναι τρομερό. Η Ευρώπη πάει όλο και πιο δεξιά, σε έναν ιδιότυπο φασισμό, με τρομάζει. Με νέα στοιχεία. Εχουμε κι εμείς τη δική μας.
Τροφοδοτείται και από περιπτώσεις όπως τα Εξάρχεια;
Νομίζω ναι. Αυτό το εκμεταλλεύονται, δεν προχωράει τίποτε.
Πώς είστε σήμερα;
Δύσκολη φάση ως καλλιτέχνης, ως άνθρωπος, δεν μπορώ να εκφραστώ όπως θέλω. Δεν ζητώ να με βοηθήσουν. Μόνον η Αννα η Βαγενά μίλησε για μένα.
Ονειρό σας τι έχετε;
Να δημιουργώ εδώ στον χώρο μου.
Γράφετε;
Γράφω ένα μυθιστόρημα. Γύρω από τον πατέρα μου. Τον γνώρισα 22 ετών, πήγα να τον δω από περιέργεια. Με πλαστά χαρτιά παντρεύτηκε τη μάνα μου, έκανε δύο παιδιά και εξαφανίστηκε. Πήγα και τον βρήκα στην Κέρκυρα. Το μόνο καλό είναι πώς όταν τον είδα να κινείται, να μιλάει – κατάλαβα πως έχω πολλά στοιχεία από αυτόν. Τα καλά όμως. Η κίνησή μου είναι από αυτόν. Ηταν ένας παλιάτσος, ένας κλόουν.
Δεθήκατε ποτέ;
Οχι, με τίποτε. Τον ξαναείδα δυο – τρεις φορές. Με πείραξε γιατί μικρός έζησα άσχημα, δύσκολα χρόνια, δεν είχα όνομα, με φώναζαν μπάσταρδο, «μπαστί» μάλιστα. Πολύ άγρια χρόνια, έπρεπε και να δουλεύω για να βοηθάω τη μάνα μου… Γι’ αυτό λάτρεψα τον Κάρολο Κουν. Υπήρξε πάνω από πατέρας, άλλαξε όλη μου τη ζωή.
Γράφω λοιπόν πώς γνώρισα τον πατέρα μου. Μου διηγήθηκε πράματα, δεν ξέρω πόσο αληθινά ήταν βέβαια.
Τι είναι ο πατέρας;
Είναι αυτός που μπορεί να ακουμπήσει το παιδί, να είναι πρότυπό του.
Και σήμερα;
Και σήμερα βέβαια. Πιστεύω στην οικογένεια πολύ. Εχασα και τη γυναίκα μου πρόσφατα, ήμασταν μαζί 42 χρόνια. Η Ελισάβετ μου. Η οικογένεια είναι το παν!
Κρατήθηκε η κοινωνία μέσα στην κρίση και λόγω οικογένειας;
Αυτό πραγματεύεται και η «Λωξάντρα». Ξεκινάει το 1874 και τελειώνει το 1914. Αυτή εκεί σαν κλώσα, γίνονται τόσα γύρω, αυτή σταθερή!
Δοχείο κακών δεν είναι η οικογένεια όμως;
Σήμερα ναι. Είναι το οικονομικό δυσβάστακτο. Τα παιδιά πρέπει να φεύγουν νωρίς από το σπίτι, γιατί όσο πιο γρήγορα φύγουν θα είναι και περισσότερο ευτυχισμένα.
Πώς φύγατε εσείς από την Κλιματιά Ιωαννίνων;
Εφυγα στα καράβια. Γύρισα όλο τον κόσμο. Πεντέμισι χρόνια ως μάγειρας. Την κοπάνησα και στην Αμερική. Σε ένα ταξίδι στο Σουέζ άκουσα από το ραδιόφωνο Αχιλλέα Μαμάκη. Είχε τον Κουν. Πήγαινε στη Ρωσία με «Πέρσες» και «Ορνιθες». Επαθα πλάκα. Εβλεπα στον ύπνο μου τον Κουν πριν τον γνωρίσω. Με μάγεψαν τα λόγια του. Δεν είχα διαβάσει ποίηση πέρα από Κρυστάλλη και Χριστοβασίλη που μου διάβαζε η γιαγιά μου. Λίγο μετά άνοιξα ένα καφενείο στο άγαλμα του Τρούμαν. Σαν κυλικείο ήταν, είχε συνεργεία, πάρκαραν αμάξια. Ετρεχα παντού, ήμουν λαλίστατος και όλοι με αγαπούσαν. Ερχόταν εκεί ο Αλέκος Αλεξανδράκης και τον πλησίασα, τέλη ’60 αυτά. Του ζήτησα να πάω στον Κουν. «Πήγαινε στο Υπόγειο» μού είπε. «Θα μιλήσω εγώ στον Λαζάνη». Μου είπε, εκ των υστέρων βέβαια, πως δεν μίλησε ποτέ. Εγώ όμως πήγα, έδωσα εξετάσεις και πέρασα. Εμεινα δίπλα στον δάσκαλο 22 χρόνια.
Γιατί φύγατε;
Εφυγα γιατί υπήρχε ένας περίεργος φθόνος που κατέληγε στο μίσος, πριν με λιώσουν στο κεφάλι έφυγα.
Από πού;
Ο Κουν, όχι. Οι γύρω του. Με τον Λαζάνη έχω πολύ καλές αναμνήσεις, έχουμε κάνει μεγάλες παραστάσεις, και στο Βεάκη. Είχε γίνει τσακωμός στο Τέχνης και ο Κουν βρήκε λύση να νοικιάσουμε για ένα διάστημα το Τέχνης.
Το Θέατρο Τέχνης ήταν λίγο κονκλάβιο;
Αυστηρό πολύ. Για τον θεατή ήταν ναός καλλιτεχνικός, αλλά μέσα ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Με ράσο έπρεπε να είμαστε κουμπωμένοι όλοι μέχρι πάνω. Σαν το θέατρο Νο. Εκεί όμως μέσα απέκτησα μόρφωση, διάβασα, έμαθα, γοητεύτηκα. Αυτό με διαμόρφωσε ως άνθρωπο.
Πώς γνωρίσατε τον Κουν πρώτη φορά;
Στο γραφείο του. Εκατσα σταυροπόδι, καπνίσαμε, κάπνιζε πολύ (άναβε τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο), έχω ένα μπαρ τού είπα. Νόμιζε καμπαρέ. Του λέω κάνω σάντουιτς. Είσαι ωραίος μού έλεγε, προς τα πίσω αυλάκωσε τα μαλλιά μου.
Στο παίξιμο τι σας έδωσε;
Ο Κουν είχε μαγεία να σου μεταδίδει τα πράγματα με κινήσεις, με κραυγές και με τον λόγο του. Σε καθήλωνε. Ημουν κάθε μέρα μαζί του. Ετσι μου τα πέρασε όλα αυτά μέσα και μετά με άφηνε ελεύθερο. Εγώ δούλευα πολύ το σώμα, έκανα και χορογραφίες, έκανα σκίτσα, έγραψα και τον πρώτο χρόνο τού έδωσα το πρώτο μου έργο, την «Πρόβα». Μετά και άλλα, ανάμεσα τους «Το σόι». Πού τα ξέρεις όλα αυτά μού έλεγε, πότε πρόλαβες; Είναι βιώματα, απαντούσα. Ελεγε ένα πράγμα: Αν δεν υπάρχει ελληνικό έργο δεν υπάρχει ελληνικό θέατρο.
Σκηνοθετικά τι σας έμαθε;
Το σκηνικό ήθος και στη σκηνή και στη ζωή. Να σέβεσαι, να μην έχεις ανταγωνιστικές σχέσεις.
Αφησε σχολή, ρεύμα σκέψης;
Μα δεν ήταν μόνον για εμάς. Ηταν για όλους. Βγήκαν τόσοι από εκεί. Γνώρισα μέσω αυτού τους πάντες. Ηταν πατριάρχης, είχε κεντρικό ρόλο, σηκωνόμασταν όλοι όταν έμπαινε.
Εχω διαβάσει πως νεότερος καθόταν ώρες στη Φωκίωνος και παρατηρούσε τη ροή της ζωής.
Ναι. Εβλεπε τηλεόραση, μας έλεγε τι είδε. Εβλεπε «Χαβάη 5-0», του είχα πάρει μια τηλεόραση. Και καλές σειρές. Του άρεσε. Τα απογεύματα τον έπιανε μια μελαγχολία και τρέχαμε με ένα υπογλώσσιο εγώ ή ο Μίμης Κουγιουμτζής ή ο Λαζάνης, πριν δύσει ο ήλιος το πάθαινε. Σκεφτόταν την νταντά του, τη νιότη του, είχε περάσει και μια φάση κατάθλιψης. Είχαμε πάει στον γιατρό τον Στεφανή, τον βοήθησε αρκετά.
Εκανε λαϊκό θέατρο;
Με Αριστοφάνη βασικά ξεκίνησε. Μετά μπήκε ο Καμπανέλλης, ο Κεχαΐδης. Λαϊκό θέατρο, όχι τρία μικρόφωνα που τα αλλάζουν θέσεις, αυτό είναι αναψυκτήριο. Λαϊκό είναι το αίσθημα, η αισθητική και η επαφή με τον κόσμο, η αμεσότητα. Να τιμήσεις τον θεατή.
Πρώτη σας σκηνοθεσία;
Πρώτη μου σκηνοθεσία ήταν σε ένα έργο της Δώρας Λυτινάκη που λεγόταν «Χίμαιρα και φούμαρα».
Είχε κλειστεί στο σπίτι της η Βέρα Ζαβιτσιάνου, πήγαινα κάθε μέρα και χτύπαγα το κουδούνι. Ηπιαμε ένα καφέ και την έπεισα. Την πήγα στο θέατρο – κλάματα με τον Κουν. Ολοι θέλανε να πάρουν βάπτισμα στο Τέχνης, ο Κάρολος ήταν ανοιχτός σε νέους συγγραφείς.
Τον Δημήτρη Κεχαΐδη τον γνωρίσατε;
Βέβαια. Πολύ ιδιαίτερος και με πολύ χιούμορ. Ηταν συλλέκτης λέξεων. Πήγαινε σε καφενεία και άκουγε και κρατούσε και ένα μαγνητοφωνάκι.
Σήμερα έχετε κάποια σχέση με το Θέατρο Τέχνης;
Σήμερα δεν έχω καμία σχέση με το Τέχνης. Δεν με φώναξαν καμία φορά. Ούτε επί Διαγόρα Χρονόπουλου ούτε κανένας. Αφότου πέθανε ο Κουν δεν είχα λόγο να μείνω. Ηθελα όμως να σου πω για τη «Λωξάντρα» όπου παίζω.
Ναι…
Αυτός ο Ελληνισμός κρατήθηκε με ένα πείσμα και με οικογένειες, η οικογένεια παίζει ρόλο προστατευτικό. Ολο αυτό είναι διάχυτο, νομίζεις πως είναι σήμερα. Εγώ παίζω τον άνδρα της Λωξάντρας. Είμαι δημοσιογράφος που βγάζει εφημερίδα για τον Ελληνισμό. Προστατευτικός. «Θυμάσαι όταν σε πρωτοφίλησα; Ανθισαν ώς κι οι πέτρες στα χαντάκια» τής λέει.
Σήμερα υπάρχει αφοσίωση;
Χωρίζουν σήμερα για τα οικονομικά. Το πολύ κέρατο έπεσε μετά το ’81 που έπεσε και το χρήμα, η γκόμενα ήταν απαραίτητη. Μέχρι τραγούδι υπήρχε: «Από εδώ η γυναίκα μου και από εδώ το αίσθημά μου». Σήμερα ο άνδρας το παίζει λίγο κυνηγός, παπάρια καπαμά. Στο έργο πεθαίνω, πριν πεθάνω χορεύω ένα ζεϊμπέκικο. Λαϊκό έργο. Σαν το «Μεγάλο μας τσίρκο» το νεότερο που έπαιξα. Μεγάλη επιτυχία. Πέρναγε όλη η Ιστορία. Εγινε πανζουρλισμός, έπαιζα και δεν με άφηναν από τα χειροκροτήματα. Εμένα μου έλεγε ο Καμπανέλλης «Γράψε όπως θες εσύ». Είχα τη μεγάλη τύχη να είμαι μέσα στους μεγάλους: Χαρατσίδης, Ιωάννα Παπαντωνίου, Διονύσης Φωτόπουλος. Σήμερα η Ελλάδα καίγεται, δεν πρέπει να γράψει κάποιος;
«Ηλία, ρίχ’ το!»
Κάτι άσχετο αλλά έχει σημασία: Γιατί έχει τέτοια επιτυχία ο χαρακτήρας σας σαν Μάκης Τσετσένογλου στο τρίτο μέρος του «Ολα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη;
Οταν ο Παντελής έστειλε τα πρώτα πλάνα στον Ντίνο Κατσουρίδη, ο Ντίνος τού είπε «Σταμάτα τα όλα και κάν’ το πάνω στον Αρμένη όλο». Ο Παντελής βέβαια έπραξε σοφά.
Θα επιμείνω; Τι συγκινεί τόσο στο γκρέμισμα του σκυλάδικου «Βιετνάμ»;
Εχω ασπρίσει, αλλά πού και πού με ρωτάνε: Είστε ο κύριος Τσετσένογλου; Κάτι μαγικό έγινε.
Καθρεφτίστηκε κάτι και από εμάς;
Ηπιαμε καφέ με τον Παντελή στα Εξάρχεια. «Εχω μια ιστορία» μού είπε. Παλιότερα ήταν να παίξω στα «Πέτρινα χρόνια», αλλά δεν μας άφησε ο Κουν. Επαιξε υπέροχα όμως ο Καταλειφός.
Τι θυμάστε από το γύρισμα στο «Βιετνάμ»;
Μπαίνουμε στο πλατό. Του λέω «Δεν θέλω να είναι κανείς κοντά μου». Γυρίστηκε στον Λαγκαδά και το «Βιετνάμ» το στήσαμε στο Κιλκίς, σε χωράφια. Δεν κοιμηθήκαμε όλη νύχτα, περιμέναμε το πρώτο φως. Ετρεμα, ήταν μονοπλάνο, το έπαιξα μια κι έξω, ερχόταν και μου χόρευε ο Παντελής – είναι γλυκός! Τα μάτια του είναι υγρά πάντα. Τις αναζητώ αυτές τις στιγμές.
Θα γκρεμίζατε κάτι σήμερα;
Εγώ μόνο χτίζω, είμαι ηπειρώτης πετράς.