Μισοκρυμμένο πίσω από ένα βουνό με σουβλάκια, με λαδιές στα ράσα του, συνάντησα το καλοκαίρι που μάς πέρασε, σε ένα χωριό στη Νότια Κρήτη, τον παπα-Γιώργη. «Βάλτε μου τρία παρακαλώ…» τού ζήτησα κάπως διστακτικά, το σχήμα του μού δημιουργούσε κάποια αμηχανία. «Να πιάσω και δυο μπίρες;» μού χαμογέλασε. «Τρεις θα πιάσω και θα ‘ρθω σε λιγάκι να πιούμε παρέα!».

«Εκεί στην Αθήνα οι παπάδες μονάχα ψέλνουν και θυμιατίζουν;» μου τσούγκρισε. «Μα αν δεν κάνω και τον μπουφετζή στη γιορτή του αγίου μας, τι θα κάνω; Θα κάθομαι και θα περιμένω να ‘ρθουν να μού φιλήσουν το χέρι;»

Σκάρτα τριανταπεντάρης, γεροδεμένος και ηλιοκαμμένος, φτιαξιά αγρότη. «Αγρότης είμαι…» επιβεβαίωσε. «Εχω κληρονομήσει κάτι χωράφια απ’ τον κύρη μου και τα δουλεύω ώσπου ξεπατώνονται κι αυτά κι εγώ… Τι τα θες; – έχω τρία στόματα να θρέψω, δυό κοπέλια κι ένα θυγατράκι…». «Και η ιεροσύνη;» απόρησα. «Είναι, ας πούμε, το χόμπι μου. Ψέματα! Κάτι πολύ παραπάνω. Ο παππούς μου ήταν ο εφημέριος του χωριού. Με έπαιρνε πλάι του παπαδάκι, μέσα στην εκκλησία μεγάλωσα. Τέλειωσα το σχολείο, πήγα Στρατό, παντρεύτηκα και χειροτονήθηκα». «Και ανέλαβες το πόστο του παππού…». «Ούτε για αστείο! Ολες οι ενορίες εδώ γύρω είναι πιασμένες – θα πάρει πολλά χρόνια ώσπου να αδειάσει θέση. Εγώ είμαι σαν τον μπαλαντέρ. Οπου με χρειάζονται, με καλούν». «Γάμοι, κηδείες…» είπα και σκέφτηκα τα τυχερά του, τα εικοσάρικα, τα πενηντάρικα που θα του έχωναν διπλωμένα στη χούφτα. «Μπα… Κυρίως σε σπίτια πηγαίνω. Για συντροφιά, για συμπαράσταση στους ανθρώπους».

Τον κοιτάξαμε παραξενεμένοι. «Εσείς, στις πόλεις, τρέχετε σε ψυχιάτρους, ψυχολόγους, ειδικούς επιστήμονες… Εδώ δεν έχουμε τέτοιους. Οποτε σε ένα σπίτι τύχει συμφορά μεγάλη, ποιος θα τους σταθεί; Οι συγγενείς και οι φίλοι; Αμ δε! Ο καθένας, ύστερα από λίγο, επιστρέφει στα δικά του. Οι πενθούντες όμως και οι πεφορτισμένοι έχουν ανάγκη να μιλήσουν, να ξεσπάσουν, να παρηγορηθούν… Τι μού λένε; Τα ίδια και τα ίδια. Τι τους απαντάω; Τα ίδια και τα ίδια. Με τον καιρό τα δάκρυα στερεύουν, οι ψυχές γαληνεύουν… Εβίβα!» Κατέβασε άσπρο πάτο την μπίρα του και έστριψε τσιγάρο.

«Πολύ γήινος είσαι» παρατήρησα. «Φοβάσαι μήπως δεν με σέβονται;» γέλασε. «Μη σου πω ότι ψέλνω και χάλια, ντιπ παράφωνα! Κι από θεολογία δεν κολυμπάω και στα πολύ βαθιά νερά… Μα είμαι εκεί. Μετράει, νομίζω, περισσότερο…». Ξάφνου σκοτείνιασε. «Προχθές στεναχωρήθηκα πολύ. Ενα νιόπαντρο ζευγάρι σκοτώθηκε με τη μηχανή. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι γονείς της νύφης έκριναν τον γαμπρό ένοχο, πως στούκαρε επειδή είχε πιεί. Αρνήθηκαν να τους κηδέψουν μαζί – πήγαν την κόρη τους σε άλλη εκκλησία, σε άλλο κοιμητήρι. Μάταια τούς εξηγούσα ότι τον πεθαμένο δεν τον τιμωρείς. Δεν βαριέσαι… Θα σμίξουν τα καημένα τα παιδιά στον Παράδεισο…».

Πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια, σε ένα σχεδόν εγκαταλειμμένο μοναστήρι στην Αρκαδία, είχα συναντήσει έναν παπά τελείως αλλιώτικο από τον Γιώργη τον παρηγορητή. Ξερακιανό, χαμηλοθώρη, λιγομίλητο. Μάς υποδέχθηκε στο αρχονταρίκι, μάς τράταρε καφέ και λουκούμι -προσκυνητές γαρ εμείς -, με την τέταρτη ρακή λύθηκε η γλώσσα του.

«Δεν καλογέρεψα», μας ανακοίνωσε. «Φυγάς είμαι. Με καταδιώκει η μαφία!» Μείναμε άναυδοι. «Η εκκλησιαστική μαφία» μάς διευκρίνισε και μάς διηγήθηκε τα κατορθώματά του.

Είχε παραβιάσει – ισχυριζόταν – τον υπέρτατο κανόνα, ο οποίος ορίζει ότι η κάθε μητρόπολη επιλέγει τους παπάδες που περιφέρονται στο νεκροταφείο της και λαμβάνει μερίδιο από τις εισπράξεις τους. Εκανε ουσιαστικά πειρατεία, τελούσε τρισάγια χωρίς τη βούλα του δεσπότη. «Εμένα όμως προτιμούσαν οι χηρούλες γιατί είμαι καλλικέλαδος. Αργησαν να με πάρουν χαμπάρι, γλιστρούσα σαν τον γάτο, κρυβόμουν πίσω από τα μάρμαρα. Λάδωνα πότε πότε και τους εργάτες του νεκροταφείου για να με ειδοποιούν όποτε εμφανιζόταν ελεγκτής. Στο τέλος όμως με τσίμπησαν. Κι όχι μονάχα με πέταξαν με τις κλωτσιές, μού ζήτησαν κι όλα τα ποσοστά τους μαζεμένα! Πού να τα βρω; Με απείλησαν ότι θα με ξυρίσουν – ξέρω άλλη δουλειά να κάνω; – θα πεινάσω ο φουκαράς! Ετσι κρύφτηκα ώσπου να περάσει η μπόρα και να δω πώς θα πορευθώ… Εβίβα!».

Παπάδες…