Τι να πρωτοθυμηθούμε κι εμείς «του ’80 και του ’90 οι εκδρομείς» από το θέατρο του Λυκαβηττού; Ηταν το δικό μας «εναλλακτικό Ηρώδειο», ένα θέατρο χωρίς κώδικες και κανονισμούς, ένας χώρος όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν. Η πρώτη έξαρση, το 1982 νομίζω, με τις συναυλίες του περιοδικού «Ντέφι» του Τάσου και του Γρηγόρη Φαληρέα. Πρωτόγνωρα, για την εποχή, πράγματα. Η Χάρις Αλεξίου να χορεύει επί σκηνής τσιφτετέλι και οι θεατές να την ακολουθούν με ένα ξέφρενο λίκνισμα (κάμποσα αγόρια, μπορεί και κάποια κορίτσια, είχαν γδυθεί από τη μέση και πάνω). Ενα νέο κοινό να ανακαλύπτει τον Μανώλη Αγγελόπουλο (με θυμάμαι με τα χέρια στον αέρα να επαναλαμβάνω «εγώ φεύγω απ’ τα όνειρά σου και καλή τύχη όπου κι αν πας» πάνω από είκοσι φορές, σε ένα αποθεωτικό φινάλε που κρατούσε περισσότερο από ολόκληρο το τραγούδι). Μια συναυλία – αφιέρωμα στον Κουγιουμτζή που τέλειωσε κοντά στα ξημερώματα. Μια παράσταση του «Ορέστη» από την οποία δεν θυμάμαι τίποτα παρά μόνο ότι ο πρωταγωνιστής μπήκε στη σκηνή ημίγυμνος πάνω σε ένα άλογο και ένα «ωωωω!» διαπέρασε την κερκίδα. Και τα «άλλα», στα σκοτεινά, αυτά που υπονοεί ο Σαββόπουλος με τον στίχο «…Στο δασάκι του ΕΟΤ η συναυλία / δεν τελειώνει την κατάλληλη στιγμή / κι απ’ το χώμα σηκωνόμαστε οι δυο μας / σ’ ένα πεύκο ακουμπάς, το μπλουτζίν ξαναφοράς…». Πώς το λέγαμε τότε όλο αυτό που γινόταν στον Λυκαβηττό; Slam on the face of public. (Χαστούκι στα μούτρα του κοινού). Α, κι εκείνη η συναυλία του Αγγελάκα με τις Τρύπες, το ’94, που έπεσε άγριο ξύλο, όπου κανείς δεν ήξερε ποιος και γιατί έδερνε ποιον και, τελικά, χρειάστηκαν 17 ασθενοφόρα για να περιμαζέψουν τους τραυματίες.

Το θέατρο του Λυκαβηττού που κατασκευάστηκε το 1965 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου ενώ η δημιουργία του ήταν μία ιδέα του Γεωργίου Παπανδρέου εμπνευσμένη από την Αννα Συνοδινού, ανέστειλε τη λειτουργία του το 2008. Οι κερκίδες του, πάνω στις οποίες κατακάθισαν τα λαϊκά ή ροκ ντέρτια μιας εικοσαετίας (τα τελευταία χρόνια δεν ήταν αυτό που υπήρξε κάποτε) είχαν σοβαρά προβλήματα στατικότητας. Τώρα όμως, στα πλαίσια του σχεδίου «Πρόγραμμα Λυκαβηττός: το παρόν και το μέλλον του αστικού δάσους της Αθήνας» που παρουσίασε ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης και έχει στόχο τη βιωσιμότητα και την επισκεψιμότητα του λόφου συνολικά, θα ανακατασκευασθεί – με χρηματοδότηση από την Περιφέρεια – και το θέατρο. Μακάρι να είναι έτοιμο μέχρι το καλοκαίρι και να δούμε εκεί κάποιες παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου όπως ελπίζει και ο καλλιτεχνικός του διευθυντής Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος.

Τα «μεταπαϊδάκια»

Δεν ξέρω εσείς, εγώ έχω χάσει τον μπούσουλα. Ολα αυτά που εδώ και δεκαετίες είχα εμπεδώσει για το κρέας, πρέπει να τα ξεχάσω. Και να αρχίσω να μαθαίνω από την αρχή. Περί ωρίμασης, τι είναι το τόμαχοκ και γιατί είναι τόσο ακριβό, πώς η προβατίνα κατάφερε και μπήκε παντού, ακόμη και στα σουβλάκια, για ποιον λόγο το black angus έγινε αυτό που ήταν πριν από λίγα χρόνια η μαστίχα και ακόμη περισσότερα το μπαλσάμικο.

Ρώτησα τη Μυρσίνη Λαμπράκη, την περισσότερο εξειδικευμένη στο κρέας γαστρονόμο στην Ελλάδα, και μου απάντησε αυτό που υποψιαζόμουν αλλά δεν μπορούσα «να κάνω εικόνα» που λέμε. Μου εξήγησε πως όπως παλαιότερα οι σεφ, υπακούοντας στην τάση του κοινού που του άρεσε μεν ο τραχανάς αλλά τον έβρισκε πολύ «χωριάτικο», επινόησαν το τραχανότο ή, για τους ίδιους λόγους, αποδόμησαν τη σπανακόπιτα, έτσι έπρεπε να εφευρεθούν νέα κόλπα για να παραγγείλει κάποιος κάτι σχετικό με παϊδάκια χωρίς να ακούγεται το κουδούνισμα από τον τσομπάνη στα βλάχικα της Βάρης.

Για παράδειγμα, η ωρίμαση, που ένα άριστο κρέας μπορεί να το κάνει ακόμη καλύτερο, έχει νόημα μόνο σε συνάρτηση με την ποιότητα του κρέατος. Από κει και πέρα, θα πρέπει ο υπεύθυνος να ξέρει πώς να χειριστεί το ψυγείο ωρίμασης το οποίο βέβαια δεν είναι υπερθέαμα ώστε να το ανοίγει κάθε τόσο για να το δείξει στον πελάτη. Και βέβαια δεν είναι κάτι που αντέχουν να υποστούν όλα τα κρέατα γιατί τελευταία ακούσαμε και για κοτόπουλα ωρίμασης – Θεός φυλάξοι. Η προβατίνα – που απαιτεί ειδικές γνώσεις για να τη διαλέξει και να την ψήσει κάποιος – «κακοποιείται» όταν ο σεφ την απογυμνώνει από το λίπος της για να προσαρμοστεί στις σύγχρονες διατροφικές τάσεις. Και επίσης, δεν τρώμε προβατίνα από τον Νοέμβριο μέχρι τον Μάρτιο. Οσο για το τόμαχοκ (ένα, χωρίς λόγο, πολύ ακριβό κρέας επειδή, στην πραγματικότητα, πληρώνουμε το κόκκαλο) η Μυρσίνη μού είπε πως όταν ρώτησε κάποιον σεφ γιατί το έχει βάλει στο μενού, της απάντησε: «Γιατί φωτογραφίζεται ωραία».

ΜΑΡΙΑ ΚΙΤΣΟΥ, ηθοποιός

Τι μου αρέσει, τι δεν μου αρέσει στην Αθήνα

Μεγάλωσα στο Αιγάλεω, έπαιζα στο δάσος Χαϊδαρίου, αλλά στο κέντρο της Αθήνας κατέβηκα για πρώτη φορά στα 15 μου. Ηταν Χριστούγεννα, κι έτσι όπως έβλεπα τα φωτάκια, μου φαινόταν σαν μία μαγική πόλη. Στα 24 μου, εγκαταστάθηκα στα Εξάρχεια. Μια περιοχή που αγαπάω πολύ και δεν θα την άλλαζα με καμία άλλη. Ακόμη και τώρα που τα αλωνίζουν οι μπαχαλάκηδες (τους οποίους κακώς λέμε αναρχικούς – είναι άλλη ιστορία) τα Εξάρχεια σε κάνουν να νιώθεις ότι βρίσκεσαι στο κέντρο των γεγονότων. Τα περισσότερα από τα σημαντικά, μικρά ή μεγάλα, που συμβαίνουν στην Αθήνα βρίσκονται, ως προς τα Εξάρχεια, σε απόσταση που μπορείς να την περπατήσεις.

Δεν μου αρέσει ο τρόπος που χάνεται το παρελθόν αυτής της πόλης. Τα νεοκλασικά που δεν υπάρχουν πια, τα γκράφιτι στα ελάχιστα που έχουν απομείνει, η αντιπαροχή, το μπάζωμα του Ιλισού.