Εχουν περάσει περίπου τριάντα χρόνια από την κατάρρευση του κομμουνιστικού συστήματος και την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ενωσης το 1991. Κι όμως, μέχρι σήμερα δεν έχει προκύψει μια «συναινετική» ερμηνεία για τα αίτια και τις συνέπειες εκείνης της κατάρρευσης. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η επίσημη διάλυση έλαβε χώρα το 1991 μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Αύγουστο του ίδιου έτους, το οποίο άνοιξε τον δρόμο για την πτώση του Γκορμπατσόφ και την αναρρίχηση του Μπόρις Γέλτσιν στην εξουσία. Παρ’ όλ’ αυτά η αποσύνθεση είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα. Το 1991 το σοβιετικό σύστημα είχε ήδη παραχωρήσει τη θέση του σε κάτι άλλο.
Σ’ αυτή τη διαδικασία, λοιπόν, υπάρχει μονίμως η αναζήτηση ενός ερμηνευτικού πλαισίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Σοβιετική Ενωση κατέρρευσε ως αποτέλεσμα των δικών της αντιφάσεων, αλλά η φύση τους αποτελεί ακόμη – και δικαίως – αντικείμενο διαρκούς διερεύνησης. Γιατί ένα σύστημα που νίκησε την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη του κόσμου το 1941 – 1945, που κατάφερε να εκτοξεύσει τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο σε τροχιά γύρω από τη Γη (Σπούτνικ 1), που έστειλε τον πρώτο άνθρωπο στο ταξίδι του Διαστήματος και τροχιά γύρω από τη Γη (Γιούρι Γκαγκάριν), που κατάφερε να είναι ισότιμο στρατιωτικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, κατέρρευσε τόσο ραγδαία;
O Γεγκόρ Γκαϊντάρ στο βιβλίο του «Η κατάρρευση μιας αυτοκρατορίας» δίνει τη δική του ερμηνεία για την πτώση και τον διαμελισμό της Σοβιετικής Ενωσης. Ο ποιητής Κορνέι Τσουκόφσκι είχε πει κάποτε ότι «στη Ρωσία πρέπει να έχεις μια μακρά ζωή». Δυστυχώς ο Γκαϊντάρ δεν έζησε πολύ, αλλά στη σύντομη ζωή του έγινε μάρτυρας ιστορικών αλλαγών. Στο σημείωμά του μάλιστα ο μεταφραστής Δημήτρης Τριανταφυλλίδης γράφει ότι ο συγγραφέας υπήρξε ένας τυχερός άνθρωπος που όχι μόνο έζησε τις μεγάλες αλλαγές στη χώρα του, αλλά πρωταγωνίστησε στην πολιτική σκηνή και θεωρείται ο αρχιτέκτονας των μεγάλων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες οδήγησαν στη διαμόρφωση της οικονομίας της αγοράς και της κοινωνίας των πολιτών. Ωστόσο για αρκετούς ο Γκαϊντάρ παραμένει μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Για πολλούς Ρώσους, ως αρχιτέκτονας της «θεραπείας σοκ», κατηγορείται για τη βαθιά ύφεση στη ρωσική οικονομία. Η οικονομική πολιτική του, ειδικότερα, σχετίζεται με την άρση των κρατικών ελέγχων των τιμών τον Ιανουάριο του 1992, μια κίνηση που γεννήθηκε από την απελπισμένη ανάγκη να σώσει τη Ρωσία από την πείνα και τον εμφύλιο πόλεμο.
Ο μακροπρόθεσμος στόχος του ήταν να βοηθήσει τη Ρωσία να εξελιχθεί σε μια δημοκρατική κοινωνία βασισμένη στην αγορά. Και πράγματι, οι μεταρρυθμίσεις του επέτρεψαν σε τρόφιμα και άλλα αγαθά να εισρεύσουν στα ρωσικά καταστήματα θέτοντας τη βάση για τη μετέπειτα οικονομική ανάπτυξη της Ρωσίας. Ωστόσο το άμεσο αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών ήταν η εκτίναξη του πληθωρισμού, η μείωση του ΑΕΠ κατά 40%, της βιομηχανικής παραγωγής κατά 50% την περίοδο 1992-96, η απότομη αύξηση του επιπέδου των τιμών και η μείωση κατά 26% του πραγματικού εισοδήματος. Για τους ρώσους φιλελεύθερους, ωστόσο, ο Γκαϊντάρ ήταν ο άνθρωπος που έκανε ό,τι έπρεπε τη στιγμή που έπρεπε για να αποφύγει η χώρα την κατάρρευση.
Οικονομικός ντετερμινισμός
O ίδιος ο συγγραφέας ξεκινά στο βιβλίο του με μια ιστορική αναφορά στην κατάρρευση πολλών αυτοκρατοριών, αρχαίων και σύγχρονων, δίνοντας έμφαση στην κρίση που έζησαν και στην τελική αποσύνθεση όπου έφτασαν οι θαλάσσιες αυτοκρατορίες. Στη συνέχεια αναφέρει τους λόγους που κατά τη γνώμη του καταστρέφουν τα σύγχρονα αυταρχικά καθεστώτα. Με εντυπωσιακό αρχειακό υλικό και μια λεπτομερή ανάλυση για τις αιτίες της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ενωσης, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά. Για τον Γκαϊντάρ η κατάρρευση ήταν δεδομένη και φυσικά δεν ήταν προϊόν μιας παγκόσμιας συνομωσίας ή των προδοτικών ηγεσιών της ΕΣΣΔ. Η κύρια αιτία ήταν η ίδια η φύση του σοβιετικού συστήματος.
Στην επιχειρηματολογία του βιβλίου διακρίνεται ένα ισχυρό στοιχείο οικονομικού ντετερμινισμού. Η αναφορά του στην «κατάρα των πόρων» είναι εκτός από διαπίστωση και μια προειδοποίηση για τους κινδύνους της οικονομίας. Οπως και για την κρίση που μπορεί να προκαλέσει η εσφαλμένη εξάρτηση από την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και συχνά συνδέεται με αυξημένα επίπεδα διαφθοράς, έλλειψη δημοκρατικών θεσμών και χαμηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό όμως που ο Γκαϊντάρ θεωρεί πραγματική απειλή είναι η συνειδητή καλλιέργεια εκ μέρους των πολιτικών ελίτ μιας «μετα-αυτοκρατορικής νοσταλγίας», διότι όπως ισχυρίζεται αυτό δεν είναι μόνο κακό για τη Ρωσία, αλλά και για τον κόσμο. Ποια θα ήταν άραγε η γνώμη του αν ζούσε για την προσάρτηση της Κριμαίας που δίχως άλλο ανταποκρίθηκε στο φαντασιακό πολλών Ρώσων για τη χαμένη αυτοκρατορία και είδαν την προσάρτησή της ως αποκατάσταση της ιστορικής δικαιοσύνης;
«Ξεπερασμένο σύστημα, δύσκαμπτοι θεσμοί»
«Η αιτία θα πρέπει να αναζητηθεί στο γεγονός ότι τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του σοβιετικού οικονομικού και κοινωνικού συστήματος ήταν ξεπερασμένα. Διαμορφωμένοι στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές του 1930, οι θεσμοί ήταν δύσκαμπτοι, δεν επέτρεπαν στη χώρα να προσαρμοστεί στις προκλήσεις της παγκόσμιας ανάπτυξης του 20ού αιώνα. Η κληρονομιά της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης, η αφύσικη επιβάρυνση των αμυντικών δαπανών, η βαθιά κρίση της αγροτικής οικονομίας, η μη ανταγωνιστικότητα των μεταποιητικών κλάδων, καθιστούσαν την κατάρρευση του συστήματος αναπόφευκτη. Κατά τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα προβλήματα αυτά επιλύονταν με τις υψηλές τιμές του πετρελαίου. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τη δημιουργία σταθερών θεμελίων, προκειμένου να σωθεί η τελευταία αυτοκρατορία».
Η κατάρρευση μιας αυτοκρατορίας
Μαθήματα για τη σύγχρονη Ρωσία
Μτφ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης,
εκδ. Παπαδόπουλος, 2018, σελ. 384
Τιμή: 22 ευρώ