Γκάιλ Χολστ

«Ο Μίκης συμπύκνωσε το πνεύμα της εποχής του»

Η συγγραφέας του βιβλίου πιστεύει ότι έκανε το χρέος της απέναντι στον άνθρωπο «και τον μουσικό που με ανύψωσε πνευματικά και με έκανε έστω και για μια ώρα να γίνω ένα με το πνεύμα της Ρωμιοσύνης». Από τον Απρίλιο του 1980, οπότε η Γκάιλ Χολστ υπέγραφε το εισαγωγικό της κείμενο μέχρι σήμερα, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Παρακολούθησε πολύ στενά τις εξελίξεις από το 1965, οπότε πάτησε για πρώτη φορά το πόδι της στην Ελλάδα και δεν γνώριζε λέξη ελληνικά. Αναφέρει πλευρές της σύγχρονης Ιστορίας που ενδεχομένως κάποιους θα φέρουν σε αμηχανία. Οπως για παράδειγμα ότι μετά το 1974 οι κνίτες απαγορεύονταν να πάνε στις συναυλίες του. Αιτία η περιπλάνηση του Μίκη σε διάφορα κόμματα, αναζητώντας την ενότητα. Τώρα αν οι επιλογές του είναι σωστές ή όχι, σύμφωνα με τη συγγραφέα του βιβλίου, είναι ένα άλλο θέμα. «Ισως τελικά θα ‘πρεπε να ‘ναι ευτυχισμένος που τα τραγούδια του τραγουδήθηκαν από δύο γενιές Ελλήνων και που το έργο του συμπύκνωσε το πνεύμα της εποχής του. Ομως στην Ελλάδα του ’79 ο Θεοδωράκης είναι απογοητευμένος κι απαισιόδοξος και θαύματα φαίνονται μακριά, πολύ μακριά…» σημείωνε η Χολστ στο βιβλίο της. Για κάποιους η παρατήρηση είναι απολύτως επίκαιρη.

Anna-Martine Lucciano

Ο ανεξάρτητος Γιάννης Χρήστου

«Είχε το μυστικό του να είναι μοναδικά εγκάρδιος με τους ανθρώπους, μια ολόκληρη κοινωνία διανοούμενων και καλλιτεχνών συνεπαρμένων από την έλξη της προσωπικότητάς του: κι όμως δεν παράδινε ποτέ τίποτα απ’ αυτό που αποτελούσε την βαθύτερη ουσία του εαυτού του». Με αυτές τις προσεκτικά γραμμένες λέξεις η συγγραφέας του βιβλίου Αννα Μ. Λουτσιανό επιχειρεί να σκιαγραφήσει ένα μέρος της έντονης προσωπικότητας του αβανγκάρντ συνθέτη. Η Λουτσιανό σημειώνει ότι ο σπουδαίος δημιουργός ανήκε ασφαλώς σ’ εκείνους τους ανθρώπους που αφιερώνονται με το μεγαλύτερο πάθος στην αναζήτηση της καλλιτεχνικής έκφρασης ακολουθώντας διαδρομές ψυχο-μουσικές. Ο Γιάννης Χρήστου κατάφερε να παραμείνει επαγγελματικά ανεξάρτητος και όπως έλεγε ο ίδιος «ποτέ δεν διορίστηκα σε επίσημη θέση και δεν πήρα μαθήματα σε Ωδείο. Θεωρώ λοιπόν ότι στην ουσία είμαι αυτοδίδακτος». Αυτή η ευελιξία προέκυπτε από την οικονομική του ανεξαρτησία που του διεσφάλιζε η αρκετά μεγάλη περιουσία του, ώστε να δοθεί ολόκληρος στο έργο του. Το μάτι του αναγνώστη θα σταθεί όμως και σε μια άλλη σημείωση της Λουτσιανό. Σαφώς και ο Γιάννης Χρήστου – ο οποίος αφιέρωνε στη σύνθεση δέκα με δεκατέσσερις ώρες την ημέρα – πήρε πολύ ενεργά μέρος στη διάδοση και στην ακτινοβολία της μουσικής πρωτοπορίας στην Ελλάδα. Διαδραμάτισε όμως σημαντικό ρόλο ως διοργανωτής με την ανιδιοτελή του «στράτευση» στην υπόθεση της διάδοσης νέων μουσικών έργων στη χώρα του – τόσο δικών του όσο και άλλων συνθετών.

Γκάιλ Χολστ

Εικόνες και μουσικές από τα υπόγεια του Πειραιά

Το πρώτο συγγραφικό εγχείρημα της Γκάιλ Χολστ επιχείρησε να πλησιάσει όπως μπορούσε τον κόσμο του ρεμπέτικου. Η ελληνική και διεθνής βιβλιογραφία σήμερα βρίθουν από συγγράμματα τα οποία αφουγκράζονται τα «πώς», τα «πού», τα «πότε» και τα «γιατί» του μουσικού είδους που ασκεί τη γοητεία του σε κοινό πέραν των συνόρων του. Το βιβλίο που βύθισε στο γοητευτικό περιθώριο των ρεμπέτικων όμως έχει μια σημαντική υπενθύμιση που με έναν λοξό τρόπο αφηγείται το «μέλλον» του ελληνικού τραγουδιού. Στις πρώτες σελίδες κάνει την υπερβατική διατύπωση «υπήρχαν ρεμπέτες μουσικοί, όπως ο Ροβερτάκης κι ο Ρούκουνας που ποτέ δεν κάπνιζαν χασίς και δεν πάτησαν το πόδι τους σε τεκέ, αλλά αυτοί δεν ήταν ρεμπέτες ή μάγκες μ’ όλη τη σημασία της λέξης. Οι πιο πολλοί μάγκες κι ιδίως οι μουσικοί κάπνιζαν». Παρακάτω η Χολστ χρησιμοποιεί λέξεις και περιγραφές που ζωντανεύουν σχεδόν στην όσφρηση τη μυρωδιά από το χασίσι από τα μουσικά υπόγεια του Πειραιά. «Οι μάγκες που είχαν μαζευτεί στον τεκέ του Μιχάλη εκείνη τη νύχτα του 1930 ξέρανε πως βρίσκονταν παρέα με κάποιον που έπαιζε καλή μουσική και σκάρωνε όμορφα τραγουδάκια γι’ αυτούς. Δεν υποπτεύονταν όμως ότι ο Μάρκος Βαμβακάρης θα γινόταν γνωστόν σαν “πατέρας” του ρεμπέτικου. Ούτε μπορούσαν να φανταστούν βέβαια ότι η μουσική των κρυφών τεκέδων του Πειραιά θα γινόταν τόσο δημοφιλής, που οι άνθρωποι απ’ όλες τις τάξεις της ελληνικής κοινωνίας θα έτρεχαν να την ακούσουν κι ότι οι μπουζουκτσήδες θα οδηγούσαν Ρόλς – Ρόυς».

William R. Trotter

Ο ιεροφάντης Δημήτρης Μητρόπουλος

Τι είδους μαέστρος είναι αυτός ο χειμαρρώδης νεαρός Ελληνας, ο οποίος είχε αιχμαλωτίσει την προσοχή και είχε κερδίσει την αγάπη των ακροατηρίων δύο από τις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της μουσικής; Η Ιστορία αποκαλύπτει σταδιακά και με ακρίβεια την απάντηση στο ερώτημα του William R. Trotter. Το φαινόμενο και η ταραχώδης ζωή του Δημήτρη Μητρόπουλου σκιαγραφήθηκε – άλλοτε με ευστοχία, άλλοτε με τη ρηχότητα της ηδονοβλεπτικής προσέγγισης. Το βέβαιο είναι ότι στις 750 και πλέον σελίδες του William R. Trotter ζωντανεύουν σκηνές μιας ζωής παραμυθένιας: η άνοδος, ο θρίαμβος και η πτώση του σπουδαίου αρχιμουσικού και συνθέτη. Ο Trotter στο βιβλίο του χρησιμοποιεί ένα απόσπασμα από δηλώσεις του Μητρόπουλου – του ξεχασμένου γίγαντα, όπως τον αποκαλεί – που εξηγούν τους λόγους οι οποίοι τον έκαναν να παραμείνει στην Αμερική: «Είναι περισσότερο ηθικοί παρά καλλιτεχνικοί. Εδώ συνεχίζω να διευθύνω από καιρού εις καιρόν τη Φιλαρμονική (της Νέας Υόρκης). Και εδώ ήταν που το πεπρωμένο θέλησε τελικά ν’ αρχίσω να διευθύνω όπερες στα πενήντα πέντε μου χρόνια, μια αποστολή για την οποία σχολαστικά τα χρόνια που διετέλεσα βοηθός διευθυντού στη Staatsoper του Βερολίνου. H Metropolitan Opera με προσκάλεσε, επειδή υπήρχαν πάντα πάρα πολλοί “εξειδικευμένοι” μαέστροι στο pit a της ορχήστρας: Γάλλοι εξειδικευμένοι στη γαλλική μουσική, Γερμανοί εξειδικευμένοι στη γερμανική μουσική και Ιταλοί στην Ιταλική. Εγώ όμως είμαι Ελληνας, καλός σε όλα».

Mάκης Σολωμός

Το σύμπαν του Ιάννη Ξενάκη

Είναι αρχιτέκτονας, μουσικός, επαναστάτης, πρωτοποριακός. Συνδιαλέγεται με την εποχή του, ρισκάρει, τολμά και δεν διστάζει να δοκιμάσει, να προτείνει και να απογοητευθεί. Είναι τα στοιχεία ενός πραγματικού καλλιτέχνη που ο Μάκης Σολωμός, μουσικολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Paris 8 (Γαλλία) ανέδειξε στο συγγραφικό του εγχείρημα το οποίο ρίχνει λίγο ακόμη φως στη ζωή και το έργο του Ιάννη Ξενάκη (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2008).

«Η πρόθεσή του όταν έφυγε κυνηγημένος και καταδικασμένος σε θάνατο το ’47 από την Ελλάδα ήταν να πάει στην προοδευτική Αμερική του Ρούζβελτ. Εμεινε τελικά στη Γαλλία και η πρώτη του δουλειά ήταν μηχανικός. Παράλληλα εργαζόταν ως μουσικός. Το πάλεψε πάρα πολύ. Τα πρώτα του έργα εμπεριείχαν το όραμα της τέχνης της Αριστεράς, του ριζωμένου στη λαϊκή τέχνη και δημιουργία, βασισμένη πάνω στην παραδοσιακή και δημοτική μουσική. Ηθελε να γίνει ο Μπάρτοκ της Ελλάδας. Τα πρώτα του έργα του ήταν προς αυτή την κατεύθυνση. Με τις “Μεταστάσεις” – που του έδωσαν αναγνώριση – προκαλεί μια τομή που μπορούμε να ονομάσουμε αφαίρεση. Αυτό το έκανε γιατί διαπίστωσε ότι ο δρόμος που είχε αρχίσει με την παράδοση δεν τον οδηγούσε πουθενά. Το λέει μάλιστα σε ένα κείμενό του: “ένιωσα επαρχιακός στην Γαλλία”. Η αλήθεια είναι ότι σχεδόν κανείς δεν ενδιαφερόταν για λαϊκή μουσική σε εκείνη την χώρα τότε. Ηταν ένα ξεπερασμένο όραμα. Φυσικά σε αυτό συνετέλεσε και η ήττα της Αριστεράς. Ετσι αναγκάστηκε ν’ αλλάξει όραμα. Η ιδέα “να ριζωθούμε στο λαό” ήταν ξεπερασμένη και στη Γαλλία δεν είχε πια νόημα διότι δεν υπήρχε ο λαός. Εμεινε όμως η ιδέα της μάζας. Η μεγάλη μουσική του καινοτομία ήταν ότι σταμάτησε να φτιάχνει κομμάτια από μελωδίες και συγχορδίες. Το νέο του όραμα ήταν να φτιάχνει μουσική από μάζες, όπως είναι μια μάζα από διαδηλωτές. Στις “Μεταστάσεις” είχε πει ότι αφηγείται μια μεγάλη διαδήλωση. Η μεγάλη ιδέα του ήταν να επικαλεστεί νόμους των πιθανοτήτων, που εξηγούν πώς λειτουργούν οι μάζες όταν αφαιρεθεί το – ας πούμε – ανθρώπινο περιεχόμενο. Το όραμά του δηλαδή από πολιτικό γίνεται επιστημονικό και μουσικό».

Hartmut Krones

Ο αυτοσχεδιασμός του Ανέστη Λογοθέτη

Τον έχουν κατατάξει στους συμαντικότερους πρωτοπόρους συνθέτες μεταπολεμικά, τοποθετώντας τον δίπλα στον Morton Feldman, Earle Brown, Sylvano Bussatti κ.ά. Ο Ανέστης Λογοθέτης, ο οποίος γεννήθηκε στον Πύργο και έζησε στη Βιέννη, χρησιμοποίησε στοιχεία της θεωρίας του Καντίνσκι – περί τελείας και γραμμής (σ.σ.: ο Καντίνσκι πίστευε ότι η γραμμή αποτελεί το στίγμα της πορείας μιας κινούμενης τελείας). Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν από εκείνους που χρησιμοποίσησε σημειογραφικά συστήματα – γραφικά – αντί του πενταγράμμου. Ομως το δικό του σύστημα όπως επισημαίνει ο γερμανός συγγραφέας ήταν τόσο εξελιγμένο ώστε ο αυτοσχεδιασμός να είναι ελεγχόμενος ανάλογα με τους ανάγκες του συνθέτη. Ο ίδιος κάνει λόγο για μια νέα «καλλιτεχνική γλώσσα» με τη δική της γραμματική και συντακτικό σε ό,τι αφορά τη σύνθεση.