Οι κομμουνιστές τού καταλόγισαν «μικροαστικό ατομικισμό», οι δεξιοί τον θεώρησαν Kulturbolschewist, μπολσεβίκο της κουλτούρας∙ οι «δικαστές των ηθών» τον έστησαν στον τοίχο ως πορνογράφο, ο ίδιος δεν έπαυε να επαναλαμβάνει: «Είμαι ένας ηθικός άνθρωπος!». Ομως ο συγγραφέας του «Φάμπιαν», ηθικολόγος, σατιριστής, αιώνιο παιδί, σκεπτικιστής, οξυδερκής, αστείος, ανελέητος παρατηρητής της «άχαρης πλευράς της ζωής», είναι η ισορροπημένη, ειρωνική φωνή της καταδικασμένης, ήδη στα χρόνια που έγραφε το κορυφαίο του μυθιστόρημα, φιλελεύθερης δημοκρατίας. Είναι η φωνή της «ανάπηρης» Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που τολμά να αντικρίσει κατάματα την αναπηρία της.
«Ο καλεσμένος μας, κυρίες και κύριοι, δεν είναι λογοτέχνης, αλλά δάσκαλος» – μ’ αυτά τα λόγια θα αυτοπαρουσιαστεί ο Εριχ Κέστνερ στο ακροατήριό του στο Pen Club της Ζυρίχης το 1957. «Αν δείτε κάτω απ’ αυτό το πρίσμα όλο το φάσμα των έργων του – από εικονογραφημένα βιβλία για παιδιά ώς το πιο παράτολμο ποίημα – το γεγονός γίνεται κρυστάλλινα φανερό. Ο άνθρωπος αυτός είναι ένας ηθικιστής. Ενας ορθολογιστής. Απόγονος του γερμανικού Διαφωτισμού, ορκισμένος εχθρός της κίβδηλης “βαθύτητας” που ποτέ δεν φεύγει από τη μόδα σ’ αυτή τη χώρα των ποιητών και των στοχαστών, ολοκληρωτικά ταγμένος στις τρεις απαράγραπτες επιταγές: ακεραιότητα αισθήματος, διαύγεια σκέψης και απλότητα γλωσσικής έκφρασης». Περίπου την ίδια εποχή, θα γράψει στον πρόλογο της επανέκδοσης μιας ποιητικής του συλλογής που είχε κυκλοφορήσει πριν από το 1933: «Οι στίχοι δείχνουν πώς ήταν τα πράγματα πριν από το 1933 στις μεγάλες πόλεις και αλλού. Επίσης δείχνουν πώς ένας νέος άντρας επιχείρησε να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, χρησιμοποιώντας την ειρωνεία, την κριτική, τη χλεύη και το γέλιο. Το ότι τέτοιες προσπάθειες δεν έχουν νόημα είναι προφανές. Αλλά είναι εξίσου προφανές ότι η έλλειψη νοήματος τέτοιων εγχειρημάτων και η αναγνώριση αυτής της έλλειψης ποτέ δεν φίμωσαν έναν σατιριστή, ούτε μπορούν να το κάνουν. Εκτός κι αν τα βιβλία του ριχτούν στην πυρά. Οι σατιριστές δεν μπορούν να σωπάσουν, επειδή είναι δάσκαλοι. Και οι δάσκαλοι αναγκαστικά ενεργούν σαν δάσκαλοι. Στην πιο κρυφή γωνιά της καρδιάς τους, παρόλη την αταξία του κόσμου, ανθίζει ντροπαλά μια ανόητη, άσκοπη, παράλογη ελπίδα, ότι ο άνθρωπος μπορεί και να βελτιωθεί λιγάκι, αν τον καταριέσαι, τον προσβάλλεις και τον κοροϊδεύεις συχνά. Οι σατιριστές είναι ιδεαλιστές».
Αν πάντως, ο Κέστνερ αναδέχεται τον ρόλο του δασκάλου (εξάλλου δάσκαλος ήθελε να γίνει, Παιδαγωγικά και Φιλολογία σπούδασε, τα παιδιά είχε πάντα στον νου του όταν έγραφε τα τόσο επιτυχημένα παιδικά του βιβλία) είναι επειδή θλίβεται και απελπίζεται με τα δεινά των μαθητών του. Κι έτσι στην ποίηση και την πεζογραφία του η θλίψη και ο οίκτος συγχωνεύονται με την ειρωνεία και τα δύο μαζί με τη φρίκη, με αποτέλεσμα το έργο του να διασκελίζει τα όρια της κοινωνικής κριτικής και να επιτυγχάνει την τραγική θέαση μιας ανθρωπότητας παγιδευμένης στην ατελή της φύση. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι καλός∙ δεν μπορεί να είναι χαρούμενος. Ο κόσμος είναι αξιοθρήνητος. Η ζωή είναι μια δοκιμασία, από τη σύλληψή μας ώς τον θάνατο. Ο έρωτας είναι ένα ψεύδος – ευγενές μεν, αλλά ψεύδος. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται με σεβασμό μόνο όταν έχει χρήματα, που πιθανότατα δεν έχει, γιατί συνήθως είναι άνεργος. Αν μέσα στην απελπισία του επιχειρήσει να βάλει ένα τέλος, οι άλλοι γύρω του θα επιμείνουν να τον σώσουν. Αν τελικά τα καταφέρει, οι κληρονόμοι του θα ενδιαφερθούν μόνο για να διαμοιράσουν τα ιμάτιά του. Η κοινωνία είναι ένα χοιροστάσιο∙ όλη η ανθρωπότητα θα μπορούσε να στριμωχτεί σ’ ένα κουτί και να εκσφενδονιστεί στην άβυσσο. Γι’ αυτό και τα «καλά αισθήματα» συχνά δεν είναι παρά έκφραση υποκρισίας. Ο Κέστνερ χλευάζει τους γλυκερούς στίχους των δαφνοστεφών ποιητών, από τον Γκαίτε και τον Σίλερ ώς τον Σέφελ, «που απομνημονεύουν τα παιδιά στο σχολείο και λειτουργούν ως υποκατάστατα σκέψης». Θέλει να τραβήξει το παραπέτασμα της κοινοτοπίας και της ψευδολογίας που θολώνει την κρίση του ανθρώπου και τον οδηγεί κατευθείαν στον ολοκληρωτισμό. Αλλά δεν πιστεύει σε ιδεολογικές πανάκειες.
Ο συνηθισημένος μέσος άνθρωπος
Βασικός εκπρόσωπος του κινήματος της Νέας Αντικειμενικότητας (Neue Sachlichkeit), που ετεροπροσδιοριζόταν σε σχέση με τις «συναισθηματικές υπερβολές» του εξπρεσιονισμού, ο Κέστνερ θα συμπυκνώσει στην ποίηση και την πεζογραφία του τα βασικά χαρακτηριστικά της σχολής: προσήλωση στο τεκμηριωμένο γεγονός, αποφυγή της μεταφορικής γλώσσας, λιτότητα.
Καθώς τον απασχολεί ο «kleiner Man», ο συνηθισμένος, μέσος άνθρωπος, επιλέγει να μιλήσει όπως ο μέσος άνθρωπος. Ρομαντικός και ορθολογιστής, ταλαντευόμενος ανάμεσα στην άκρα σοβαρότητα και το χωρατό, τη συναισθηματική ένταση και την πικρή σάτιρα, θα δημιουργήσει τη δική του εικόνα του σύγχρονου ανθρώπου, της μοναχικής εκείνης μορφής που μετεωρίζεται ανάμεσα στην ανάγκη για συντροφικότητα και τη μανιασμένη επιθυμία να διατηρήσει την αυτονομία της. Οι ήρωές του είναι είτε χονδροειδώς ανέμελοι είτε ηρωικά τραγικοί∙ κινούνται σ’ έναν κόσμο γεμάτο σκιές, όπου πάντοτε κάτι παρεμβαίνει καταστροφικά, αδειάζοντας κάθε πρωτοβουλία τους από περιεχόμενο.
Ο «Φάμπιαν» κυκλοφόρησε το 1931 και αφηγείται την ιστορία του Φάμπιαν Γιάκομπ, που είναι «τριάντα δύο ετών, χωρίς σταθερό επάγγελμα, διαφημιστής για την ώρα, Σάπερστράσε 17, καρδιακός». Ενας τυπικός εκπρόσωπος των «λευκών κολάρων», μιας τάξης υπαλλήλων που αναδύθηκε τη δεκαετία του ’20, καταδικασμένος, ωστόσο, στη χαμηλόμισθη εργασία και την οικονομική ανασφάλεια. Οπως σημειώνει ο Ρόντνεϊ Λίβινγκστον στην αμερικανική έκδοση του βιβλίου, ο Φάμπιαν, παρότι κατάγεται από φτωχή οικογένεια, έχει τη δυνατότητα, λόγω μόρφωσης, να ανέλθει κοινωνικά∙ παγιδευμένος, ωστόσο, στην κοινωνική και οικονομική συγκυρία, πιέζεται, λόγω της ύφεσης, να επιστρέψει στο προλεταριάτο από το οποίο τόσο πρόσφατα αναδύθηκε.
Η εικόνα είναι γνώριμη. Ανεργία, ή κακοπληρωμένες δουλειές∙ τεχνολογική πρόοδος που αποβάλλει από την αγορά εργασίας χιλιάδες ανθρώπους∙ άθλιες νοικιασμένες κάμαρες με αδιάκριτες σπιτονοικοκυρές – «Το να βήξεις τρεις φορές κοστίζει ένα μάρκο» γράφει ο Κέστνερ σε ένα ποίημά του και σ’ ένα άλλο, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επιπλωμένη μελαγχολία», «Η μόνη λύση είναι να δέσεις κόμπο το πέος σου»∙ έρωτες που φυλλορροούν λόγω φτώχειας∙ φίλοι που αυτοκτονούν από απελπισία∙ αναξιοκρατία. Ο Φάμπιαν περιφέρεται σ’ αυτόν τον κόσμο, τον εποικισμένο από κυνικούς και διαφθορείς, πόρνες και αλκοολικούς, πνευματικά νωθρούς και τσαρλατάνους, επιχειρηματίες και τρελούς, παλεύοντας να επιβιώσει, όχι σαν ηθικολόγος αλλά σαν ηθικός χαρακτήρας – όμως, κάθε εγχείρημά του σκοντάφτει στη διάψευση. Ακόμα κι όταν εγκαταλείπει το Βερολίνο και επιστρέφει στη γενέτειρά του και στη μητέρα του, δεν θα βρει τίποτα να τον περιμένει. Θα μπορούσε να δουλέψει σε μια δεξιά εφημερίδα, «ήθελε όμως να δηλητηριάζει μέρα τη μέρα τη συνείδησή του για διακόσια μάρκα το μήνα; Οχι, δεν είχε φτάσει ακόμα σε τέτοιο σημείο». Τι απόμενε, λοιπόν; Ισως μονάχα η βάσιμη υποψία ότι η Γερμανία που αναδυόταν μέσα από την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν είχε θέση για ανθρώπους σαν τον Φάμπιαν. Το τέλος του μυθιστορήματος είναι απλώς η επικύρωση αυτής της θλιβερής επίγνωσης.
Η Κατερίνα Σχινά είναι κριτικός λογοτεχνίας
Η ζωή του συγγραφέα
Αυτόπτης μάρτυς στην καύση των βιβλίων του
Ο Εριχ Κέστνερ γεννήθηκε το 1899 στη Δρέσδη, μια πόλη που μοιάζει αρκετά με τη γενέτειρα του Φάμπιαν. Πατέρας σαγματοποιός που, όπως πολλοί μικροτεχνίτες στα τέλη του 19ου αιώνα, αναγκάστηκε να μεταπηδήσει στη βιομηχανία ως εργάτης, μητέρα που δούλευε στο σπίτι ράβοντας κηλεπιδέσμους και κορσέδες, εισόδημα πενιχρό, που συμπληρωνόταν νοικιάζοντας κάποιο δωμάτιο σε περαστικούς δημοσίους υπαλλήλους, συνήθως δασκάλους, ένας από τους οποίους επηρέασε έντονα τον μικρό Εριχ. Το 1917 στρατολογήθηκε, πήγε στον πόλεμο, αντιμετώπισε τη βαναυσότητα ενός άξεστου λοχαγού ονόματι Βάουριχ – τον οποίο απαθανάτισε σ’ ένα του ποίημα αλλά και στον «Φάμπιαν» ως «κύριο Κνορ» – και αρρώστησε από την καρδιά του. Μετά το πέρας του πολέμου, συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία στη Λειψία, όπου και συνδέθηκε φιλικά με έναν φοιτητή Ιατρικής, τον Ραλφ Ζούκερ, ο οποίος αυτοπυροβολήθηκε όταν έμαθε από έναν συμφοιτητή του ότι κόπηκε στην Οφθαλμολογία, παρότι είχε περάσει το μάθημα, και μάλιστα με λαμπρούς βαθμούς. Ο Ζούκερ ως αυτόχειρας και ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ως πολιτικός φιλόσοφος αποτέλεσαν, σύμφωνα με τους μελετητές, τα πρότυπα πάνω στα οποία βάσισε ο Κέστνερ τον χαρακτήρα του Λαμπούντε, στο «Φάμπιαν». Φοιτητής ακόμα, ο Κέστνερ άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες της Λειψίας, και αργότερα, στο Βερολίνο, βιοπορίστηκε ως θεατρικός κριτικός και στιχουργός τραγουδιών για το καμπαρέ. Μεταξύ 1928 και 1932 δημοσίευσε τέσσερις ποιητικές συλλογές που του προσπόρισαν τη φήμη του πνευματώδους σατιριστή. Το 1928 το πρώτο του βιβλίο για παιδιά, το οποίο θα ακολουθούσαν πολλά ακόμη, ο «Εμίλ και οι Ντετέκτιβ», σημείωσε τεράστια επιτυχία∙ το βιβλίο, σε σενάριο του ίδιου και του Μπίλι Γουάιλντερ (που ακόμα δεν είχε μεταναστεύσει στην Αμερική) έγινε ταινία. Οταν οι ναζί ανήλθαν στην εξουσία, ο Κέστνερ βρισκόταν στην Ελβετία∙ αντίθετα από τους περισσότερους προοδευτικούς διανοουμένους αποφάσισε να μείνει στη Γερμανία και υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της καύσης του «ανήθικου» μυθιστορήματός του. Συνελήφθη δυο φορές από την Γκεστάπο, έγραψε με ψευδώνυμο κείμενα, ποιήματα, σενάρια για τον κινηματογράφο, και το 1943 αντιμετώπισε την καθολική απαγόρευση των έργων του. Μετά τον πόλεμο, διετέλεσε πρόεδρος του Pen Club της Δυτικής Γερμανίας (1951 – 1962) και τιμήθηκε με το βραβείο Georg Büchner και το Βραβείο Λογοτεχνίας της Πόλης του Μονάχου. Πέθανε το 1974 στο Μόναχο.
Στο χείλος της αβύσσου
Μτφ. Αντζη Σαλταμπάση,
εκδ. Πόλις 2018, σελ. 348
Τιμή: 16 ευρώ