Ολα τα θέματα ανοιχτά, όλα στο τραπέζι κι ό,τι περισσεύει επί τάπητος. Ή μάλλον κάτω απ’ το χαλί. Τέτοιο χάλι. Η αιγιαλίτιδα ζώνη σφίγγει κι άλλο, τελευταία τρύπα η αγκράφα, ο κ. Κοτζιάς λέει ο Τσίπρας το ήξερε και το ρίχνει στις μηνύσεις. Κατά παντός υπευθύνου (από πότε υπήρξε υπεύθυνος ο Καμμένος και δεν το ξέραμε, έλα Παναγία μου) το Μακεδονικό σέρνεται στα έδρανα, ο εμπνευσμένος Πρωθυπουργός ανοίγει τον φάκελο Εκκλησία στα καλά καθούμενα και τάζει λαγούς στο παπαδαριό για να πάρει ψήφους πετραχήλια, ο κ. Βορίδης (άλλο χάσιμο αυτός) δηλώνει πως αν θεσπιστεί η θρησκευτική ουδετερότητα δεν θα μπορούμε να στολίζουμε τα Χριστούγεννα τους δρόμους με λαμπιόνια και ούτε μια φάτνη να στήσουμε δημόσια με τις γκαμήλες να λιώνουν σαν λιποθυμισμένες στη βροχή. Εχει και τέτοια απ’ την άλλη μεριά.
Μου φαίνεται θα δούμε μέρες εκκλησιαστικών συλλαλητηρίων με τη σημαία της Αγίας Λαύρας ν’ ανεμίζει στο Σύνταγμα όπως τότε στα γεγονότα με τις ταυτότητες. Τα γνωστά και ως «Πετραχήλια».
Σχίσμα στην Εκκλησία, σχίσμα επίσης και στον εγκέφαλο της κυρίας Αχτσιόγλου παρ’ όλο που δεν της διασχίζει το μυαλό τέτοια ιδέα. Ο Φίλης σηκώνει δικιά του παντιέρα, ο Τσακαλώτο εξαφανισμένος (δεν ξέρω γιατί όταν γράφω το όνομα του υπουργού των Οικονομικών το τελικό σίγμα πάντα μου διαφεύγει), οι επενδύσεις έρημο τοπίο, οι νέοι όπου φύγει φύγει και ο κ. Τσίπρας θέτει θέμα αναθεώρησης του Συντάγματος. Τι του λείπει του ψωριάρη; Φούντα με μαργαριτάρι.
Θυμάμαι μικρός δίπλα μας έμενε η κυρία Αννα Αλιμαντίδη. Μονοκατοικία με μικρή αυλή δεν μπορούσες να περάσεις απ’ τις γλάστρες. Η καταγωγή της απ’ το Κρανίδι. Βέρα Αρβανίτισσα. Ο άντρας της όλο έλειπε (γύρευε που), τηλεόραση δεν υπήρχε κι η μόνη της παρηγοριά το παράθυρο. Εβαζε ένα μαξιλάρι στο πρεβάζι, σταύρωνε τα χέρια και καραδοκούσε. Μια μέρα, μεσημέρι, όλοι σιέστα, έρημοι δρόμοι, βλέπει, πέρναγε μια κυρία καλοντυμένη στην τρίχα με ένα φουστάνι οργάντζα κεντημένη κι ένα καπέλο τεράστιο, στολισμένο με στάχυα και κατακόκκινα κεράσια. Οπως περπατούσε αγέρωχα λοιπόν η εν λόγω γυνή, άφηνε να της ξεφύγουν μικρές, μικρές πορδίτσες.
Η κυρία Αννα Αλιμαντίδη αυτό δεν μπορούσε να τ’ αφήσει να περάσει έτσι. Ανοίγει το στόμα της και…
– Καλέ κυρία; Το καπέλο σας βαραίνει.
Αγνοώ το γιατί, αλλά έχω την αμυδρά εντύπωση πως η περίπτωση ομοιάζει με την περίπτωσή μας.
Κι η κυρία Αννα είμαι σίγουρος πως αν ζούσε, δεν θα μπορούσε να κρατηθεί και θα ρώταγε απ’ το παράθυρό της την κυβέρνηση.
– Καλέ κύριοι; Το Σύνταγμα καπέλο σας βαραίνει;