Την τελευταία τετραετία ο λαϊκισμός, αριστερός και δεξιός, είχε πέντε μεγάλες επιτυχίες σε διεθνές επίπεδο.
Με χρονολογική σειρά:
Την εκλογή και επανεκλογή Τσίπρα και Καμμένου στην Ελλάδα (2015).
Το Brexit (2016).
Την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ (2016).
Τον σχηματισμό κυβέρνησης Ντι Μάιο – Σαλβίνι στην Ιταλία (2018).
Την εκλογή Μπολσονάρο στην Βραζιλία (2018).
Και τα πέντε αυτά success stories διαφέρουν το ένα από το άλλο. Αλλες χώρες, άλλες συνθήκες, άλλα πρόσωπα.
Εχουν όμως δύο απολύτως κοινά στοιχεία.
Πρώτον, ότι πέτυχαν. Οτι πέρασαν δηλαδή επιτυχώς από την γραφικότητα και τη διαμαρτυρία στον χώρο της εξουσίας.
Δεύτερον, ότι αναγόρευσαν σε προνομιακό εχθρό τους τον Τύπο. Τον «παραδοσιακό», «συστημικό» ή «επαγγελματικό» Τύπο – διαλέγετε προσδιορισμό…
Οσο κι αν φαίνεται περίεργο τα δυο αυτά στοιχεία συνδέονται απολύτως. Πέτυχαν επειδή αποδόμησαν τον Τύπο. Κι αποδόμησαν τον Τύπο επειδή πέτυχαν.
Τα επιχειρήματα, οι αιτιάσεις και οι επιθέσεις του Τσίπρα, του Τραμπ, του Σαλβίνι ή του Μπολσονάρο είναι ακόμη και φραστικά τόσο πανομοιότυπες, που μοιάζουν σαν να γίνονται από τον ίδιο άνθρωπο.
Το μοτίβο είναι επίσης ταυτόσημο.
Ο Τύπος ελέγχεται από οικονομικά συμφέροντα – λες και θα μπορούσε να ελέγχεται από το Φιλανθρωπικό Ταμείο της ενορίας του Αγίου Παντελεήμονα…
Εκπροσωπεί την ελίτ απέναντι στον λαό – του οποίου δωρεάν εκπρόσωποι έχουν αυτοανακηρυχθεί οι προαναφερόμενοι…
Κι εξ αυτού του λόγου δεν ενημερώνει με αντικειμενικότητα, αλλά «προπαγανδίζει», «χειραγωγεί» ή «ψεύδεται» υπέρ των συμφερόντων που τον ελέγχουν.
Η τελευταία αυτή κατηγορία θα ήταν θρασεία, αν δεν ήταν κυρίως αστεία: οι προαναφερθέντες έχουν προπαγανδίσει αυτοπροσώπως τα πιο χοντροκομμένα κατασκευάσματα κι έχουν πει ψέματα για τα πάντα – με εξαίρεση ίσως το όνομά τους!
Οι παράγοντες του ΣΥΡΙΖΑ, οι οπαδοί του Μπολσονάρο ή ο Τραμπ προσωπικά δηλώνουν πολέμιοι των fake news, αλλά είναι οι πιο συστηματικοί παραγωγοί τους.
Μόνο τις διακηρύξεις του Τσίπρα τον Ιανουάριο και τον Σεπτέμβριο 2015 ή την επιχειρηματολογία του Brexit ή την προεκλογική ρητορική του Τραμπ να αναλογιστεί κανείς, θα καταλάβει ότι δεν ψεύδονταν απλώς, αλλά ότι δεν έκαναν τίποτα άλλο από να ψεύδονται.
Και πέτυχαν!
Πέτυχαν διότι κατάφεραν να ξεχαρβαλώσουν τον μετρητή του ψεύδους σε μια δημοκρατική κοινωνία, που είναι ο Τύπος. Αν όλοι λέμε ψέματα, αν όλα είναι μια προπαγάνδα ή μια υποκειμενικότητα, τότε δεν έχουμε ανάγκη από μετρήσεις, ούτε από μετρητές.
Γι΄ αυτό η απαξίωση του Τύπου και της επιρροής του ήταν στρατηγικής σημασίας για τον εκτροχιασμό της πολιτικής.
Στο βιβλίο της «True Truths: a history of the United States» που κυκλοφόρησε προ διμήνου, η Ζιλ Λεπόρ αφιερώνει περισσότερο χώρο στον Γουόλτερ Λίπμαν και την Ντόροθι Τόμπσον, δυο κορυφαίους δημοσιογράφους του 20ού αιώνα, παρά στους περισσότερους προέδρους της ίδιας εποχής.
Λογικό. Στην ιστορική λειτουργία της δημοκρατίας ο σχολιαστής του προέδρου αποδεικνύεται συχνά εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντικός από τον ίδιο τον πρόεδρο.
Η επίθεση του λαϊκισμού στην επιρροή του παραδοσιακού Τύπου δεν ήταν άλλωστε ένα μεμονωμένο σχέδιο. Αποτελεί μέρος μιας συνολικής προσπάθειας αποδόμησης όποιου παράγοντα περιορίζει την απόλυτη ασυδοσία των πεποιθήσεων, κάθε επιστήμονα δηλαδή και κάθε ειδικού.
Το έχει επισημάνει έγκαιρα ο Ζαν Τιρόλ, βραβείο Νομπέλ της Οικονομίας, που προειδοποιούσε πρόσφατα ότι «μια δημοκρατία χωρίς ειδικούς τρέχει στην καταστροφή διότι αφήνει το πεδίο ελεύθερο σε όλες τις πεποιθήσεις».
Αυτό όμως είναι το ζητούμενο για τον λαϊκισμό. Να απελευθερώσει την πεποίθηση από κάθε μετρήσιμο ορθολογισμό. Να αποχαλινώσει τη συγκίνηση, το συναίσθημα, τη αυθαίρετη βεβαιότητα, την υποκειμενική δοξασία.
Παράδειγμα. Η αναμέτρηση του ΣΥΡΙΖΑ με «την προπαγάνδα του συστημικού Τύπου» είχε δύο βασικές αιχμές.
Πρώτον, την επιθετική αμφισβήτηση της άποψης ότι το Μνημόνιο δεν είναι ζήτημα επιλογής, αλλά συνέπεια της χρεοκοπίας και προϋπόθεση για να παραμείνει η χώρα στο ευρώ.
Διάφοροι κομπογιαννίτες κατηγορούσαν μια αυτονόητη διαπίστωση για «προπαγάνδα» και «ηθικό πανικό» (Κ. Δοξιάδης).
Δεύτερον, τη μομφή ότι ο Τύπος επιχείρησε να χειραγωγήσει το δημοψήφισμα του 2015 επειδή υποδείκνυε τα αδιέξοδα στα οποία οδηγούσε το Οχι.
Δεν χρειάζεται να θυμίσω τις παραληρηματικές ιερεμιάδες των κυβερνητικών κυκλωμάτων εναντίον των «προπαγανδιστών».
Και στις δύο περιπτώσεις φυσικά αποδείχτηκε ότι ο Τύπος έκανε σωστά τη δουλειά του κι ότι απλούστατα δίκιο είχαν οι «προπαγανδιστές»: ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε Μνημόνιο για να μείνει στο ευρώ κι έκανε την κωλοτούμπα με το Οχι διότι δεν μπορούσε να διαχειριστεί το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγηθεί.
Punkt, που θα έλεγε κι ο Σόιμπλε.
Η παρατήρηση αυτή φυσικά μας οδηγεί στην πολυσυζητημένη επιταγή της αντικειμενικότητας του Τύπου, η οποία στην περίπτωση της τηλεόρασης επιβάλλεται κι από το Σύνταγμα (Γ. Σωτηρέλης).
Αν ο Τύπος θέλει να είναι αντικειμενικός πώς μπορεί ταυτοχρόνως να αμφισβητεί τη βασιμότητα των πεποιθήσεων της μιας πλευράς; Αν υπάρχει ένα Ναι κι ένα Οχι, ποιος δίνει στον Τύπο και κυρίως στις τηλεοράσεις το δικαίωμα να είναι με το Ναι;
Δεν είναι ζήτημα δικαιώματος, αλλά υποχρέωσης. Διότι η υποχρέωση αντικειμενικότητας του Τύπου δεν νοείται ως μια υποχρέωση απέναντι σε εμπλεκόμενους αλλά απέναντι στην πραγματικότητα.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ λέει ότι έξω βρέχει κι η ΝΔ ότι κάνει ήλιο, η δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να καταγράψει «αυτά λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτά λέει η ΝΔ». Αλλά να ανοίξει το παράθυρο, να δει αν βρέχει ή δεν βρέχει και ποιος λέει ψέματα.
Σε όλες τις περιπτώσεις που αναφέραμε, ο Τύπος δέχτηκε επιθέσεις για τον ίδιο ακριβώς λόγο: για να μην ανοίξει το παράθυρο.
Για να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στις πεποιθήσεις. Για να τις απαλλάξει από τη βάσανο της πραγματικότητας. Για να αποδεχτεί την άγνοια και την αυθαιρεσία ως φρόνημα. Για να μη μετρήσει το ψέμα.
Για να μην πει ότι ο Τσίπρας κοροϊδεύει την κοινωνία. Οτι ο Τραμπ είναι ανάρμοστος για πρόεδρος των ΗΠΑ. Οτι το Brexit θα κοστίσει στη Βρετανία. Οτι ο Σαλβίνι μπορεί να τινάξει στον αέρα την Ιταλία. Οτι ο Μπολσονάρο είναι ακροδεξιός.
Ολοι είχαν κάτι να κρύψουν κι όλοι πάσχιζαν να μην ανοίξουμε το παράθυρο.
Εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι στις περιπτώσεις τους αποτύχαμε.
Αλλά πάλι εκ του αποτελέσματος προκύπτει πόσο σημαντικό και πόσο ζωτικό για τη δημοκρατία είναι να πετύχουμε την επόμενη φορά.