Εισερχόμενα στην τελική ευθεία των εκλογών τα κόμματα κάνουν ξανά εκείνο που πάντοτε ξέρουν, αλλά που τελικά ουδέποτε λειτουργεί. Υπόσχονται διάφορες διεξόδους και λύσεις που, όπως διαβεβαιώνουν, μόνον εκείνα μπορούν να επιτύχουν. Η κυβέρνηση έχει ανοίξει ήδη την κάνουλα με τα λεφτά και τους διορισμούς. Δεν υπόσχεται πάντως ότι θα μας βγάλει από την κρίση. Γιατί; Επειδή λέει ότι… ήδη μας έβγαλε! Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση, ορθώς διαπιστώνει ότι αυτό είναι ένα τερατώδες ψέμα, πλην όμως ευαγγελίζεται ότι εκείνη μπορεί να αλλάξει αληθινά τα πράγματα. Το πώς, έχει παραλλαγές: αλλιώς το ένα κόμμα, αλλιώς το άλλο. Δεν έχει λεφτά να μοιράσει, ούτε μπορεί να τάξει διορισμούς, δεν είναι κράτος, μα ήδη τάζει άλλα μεγαλεπήβολα που ασφαλώς δεν μπορεί να κάνει, όπως τη δραστική περικοπή των φορολογικών συντελεστών. Κάτι τέτοιο, όμως, ό,τι κι αν λέει για το πώς θα αναπληρώσει τα λεφτά, είναι απλώς αδύνατον. Δεν θα της επιτραπεί. Και το ξέρει καλά.
Το κάθε κόμμα υπόσχεται στους ψηφοφόρους πολιτικές που ορίζονται από το τι πιστεύει ότι οι ψηφοφόροι θέλουν να ακούσουν από αυτό, τι ταιριάζει στο «προφίλ» του και το πώς θα χτίσει, κάλπικες δυστυχώς, ελπίδες. Εκείνο όμως που δεν λένε τα κόμματα, είναι πολύ πιο ουσιαστικό και θεμελιώδες. Οτι, πολύ απλά, σε όποια κατεύθυνση και να κινηθούν, ότι και να τάξουν ότι θα δώσουν ή θα αλλάξουν, η Ελλάδα έχει ήδη συρρικνωθεί και αυτό δεν είναι ούτε θεσμικά ούτε πραγματικά σε θέση να το αντιστρέψουν.
Η συρρίκνωση είναι ήδη διπλή – μένει ο οξύς κίνδυνος να καταστεί τριπλή, με τα ελληνοτουρκικά. Την τελευταία δεκαετία χάθηκε περίπου το 1/3 του ΑΕΠ. Οριστικά και αμετάκλητα. Κάτι τέτοιο, όπως έχει πολλές φορές πια διεθνώς επισημανθεί, συγκρίνεται μόνον με αποτέλεσμα ήττας σε πόλεμο. Οι δηλώσεις για το πώς καταστράφηκε η Ελλάδα από τα προγράμματα προς όφελος της σταθερότητας του ευρώ και των τραπεζών των μεγάλων κρατών της ΕΕ πέφτουν πλέον καθημερινά βροχή από αυτούς που επέβαλαν τα προγράμματα: τελευταία δείγματα ο Ντεϊσελμπλούμ και η Αρχή εσωτερικού ελέγχου του ΔΝΤ. Αυτή την πραγματικότητα, που έχει παγιωθεί, ουδείς μπορεί πια να την αλλάξει, όπως και να κινηθεί. Γιατί παρά τις πιο πάνω διαπιστώσεις, οι δημοσιονομικές υποχρεώσεις της χώρας προς τους δανειστές της παραμένουν τέτοιες που καθιστούν την όποια προσπάθεια θνησιγενή. Τα κόμματα δεν λένε στους πολίτες ότι δεν έχουν την εξουσία να ασκήσουν αληθινή πολιτική και με πιθανότητα αποτελέσματος, ακόμα και όταν έρθουν στην κυβέρνηση. Στην ουσία, δεν έχουμε κυβέρνηση, έχουμε νομαρχία.
Η δεύτερη συρρίκνωση είναι η δημογραφική: περίπου 400.000 νέοι άνθρωποι, που θα αποτελούσαν την κινητήριο δύναμη της οικονομίας, του ασφαλιστικού συστήματος και, κυρίως, της φυσικής αναπαραγωγής, έχουν εγκαταλείψει τη χώρα. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά: η Ελλάδα μικραίνει και γερνάει ταχύτατα και νομοτελειακά. Εχει ήδη υπολογιστεί με ακρίβεια ότι σε λίγες μόνο δεκαετίες θα είναι μια πληθυσμιακά πολύ μικρότερη χώρα γερόντων. Αν και αυτό είναι μακράν το μεγαλύτερο πρόβλημά της, ουδέν από τα κόμματα ασχολείται μαζί του – τι να πει άλλωστε; Οτι η Ελλάδα έχει ήδη συρρικνωθεί και αυτό δεν αλλάζει πια;