Ο χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους θα ήταν μια προοδευτική μεταρρύθμιση, επωφελής και για τα δύο μέρη. Δεν γίνεται, ούτε σε αυτό το αναθεωρητικό εγχείρημα. Οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις προωθούνται βέβαια με δημοκρατικά μέσα, δεν είναι αποκλειστική υπόθεση επιστημόνων ή φωτισμένων ελίτ. Στην Ελλάδα όμως σχεδόν κανείς, ούτε από την κυβέρνηση ούτε από την αντιπολίτευση, δεν επιδιώκει τον χωρισμό.
Η θρησκευτική ελευθερία και η ισότητα είναι απολύτως αναγκαίες συνιστώσες ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου. Δεν (θα έπρεπε να) είναι προς διαπραγμάτευση με κανέναν, δεν χρειάζεται συνταγματική αναθεώρηση για να εκλείψουν διατάξεις και πρακτικές θρησκευτικής επιβολής. Μια συνεκτική δημόσια πολιτική, που περιλαμβάνει νομοθετικές πρωτοβουλίες και αλλαγή νοοτροπίας κυβέρνησης και διοίκησης θα αρκούσε για να λύσει τα περισσότερα προβλήματα. Αλλά δεν την είδαμε παλιότερα, δεν τη βλέπουμε και τώρα.
Η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είχε δημοσιεύσει ήδη από το 2005 μια ολοκληρωμένη πρόταση νόμου για τις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας. Λίγα έκτοτε νομοθετήθηκαν και ακόμα λιγότερα υλοποιήθηκαν, π.χ. ακόμα δεν υπάρχει πρακτική δυνατότητα αποτέφρωσης. Ποινικές διατάξεις όπως η βλασφημία παραμένουν σε ισχύ και εφαρμόζονται επιλεκτικά προσβάλλοντας την ελευθερία του λόγου και της τέχνης, θρησκευτικές κοινότητες, ακόμα και άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες, βρίσκονται αντιμέτωπες με την πανταχού παρούσα πρωτοκαθεδρία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Οι εκπρόσωποι της οποίας απαιτούν να έχουν καθοριστικό λόγο σε όλα, κάποιες φορές με την «ευλογία» πολιτικών κομμάτων και πολιτειακών θεσμών.
Ευλόγως θα ανέμενε κανείς ότι η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος παρέχει την ευκαιρία για την αντιμετώπιση ορισμένων από αυτές τις παθογένειες. Αν όχι χωρισμός, έστω διακριτοί και καθαροί ρόλοι. Γίνεται;
Στην πρόταση αναθεώρησης που κατατέθηκε από την ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν θετικές προτάσεις, όπως ο «πολιτικός όρκος» των κρατικών αξιωματούχων (Προέδρου της Δημοκρατίας, βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων). Θεσπίζεται ωστόσο και συνταγματικό δικαίωμα των πολιτών στον θρησκευτικό όρκο, με ελεύθερη επιλογή μεταξύ αυτού και του πολιτικού, ενώ στην ισχύουσα διάταξη ο νόμος ορίζει ελεύθερα τον τύπο κάθε όρκου.
Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι διακηρύσσεται η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Εντούτοις, στο ίδιο άρθρο 3 του Συντάγματος παραμένει η «επικρατούσα θρησκεία». Ο όρος αυτός ορθώς διευκρινίζεται στην πρόταση ότι δεν αποτελεί αναγνώριση επίσημης κρατικής θρησκείας και δεν επιφέρει καμία δυσμενή συνέπεια εις βάρος άλλων θρησκευμάτων και στην απόλαυση του δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Ολα αυτά, σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα στην επιστήμη γνώμη, διασφαλίζονται ήδη στο ισχύον Σύνταγμα, που καθιερώνει την ανεξιθρησκεία. Δυστυχώς, το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάνθηκε πρόσφατα κατά πλειοψηφία ότι το άρθρο 3 σε συνδυασμό με το άρθρο  16 του Συντάγματος, που περιλαμβάνει την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης στην αποστολή της εκπαίδευσης, επιβάλλουν την κατήχηση στο σχολείο με βάση το δόγμα της επικρατούσας θρησκείας. Η τύχη της προσθήκης της  θρησκευτικής ουδετερότητας και της ερμηνείας της επικρατούσας θρησκείας στην πρόταση αναθεώρησης θα κριθεί στην επόμενη Βουλή. Προς το παρόν πάντως, ελπίζουμε να μην ενισχύσει τα απολύτως μειοψηφικά στη συνταγματική θεωρία επιχειρήματα ότι με το ισχύον Σύνταγμα το κράτος μας δεν είναι θρησκευτικά ουδέτερο, ότι ο όρος επικρατούσα θρησκεία έχει κανονιστικό περιεχόμενο, ότι η Πολιτεία οφείλει να θρησκεύει, να προσεύχεται και να κατηχεί. Είναι ευθύνη όλων, πρωτίστως μάλιστα όσων πολιτικών κομμάτων αντιτίθενται στην αναθεώρηση του άρθρου 3, τουλάχιστον να διευκρινίσουν ρητώς ότι η θέση τους δεν προωθεί μια τέτοια οπισθοδρόμηση.
Τέλος ήρθαν οι ανακοινώσεις Πρωθυπουργού – Αρχιεπισκόπου περί πρόθεσης συμφωνίας για θέματα περιουσίας και μισθοδοσίας του κλήρου. Αλλοι, αρμοδιότεροι, οφείλουν να αποτιμήσουν τις οικονομικές της συνέπειες. Ούτε χωρισμός πάντως είναι η έξοδος των κληρικών από την ενιαία αρχή πληρωμών, ενώ θα συνεχίσουν να είναι υπάλληλοι Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, ούτε θρησκευτικά ουδέτερο είναι ένα κράτος που αναλαμβάνει εις το διηνεκές την υποχρέωση «επιδότησης» για μία μόνο θρησκευτική κοινότητα.
Ο Γιάννης Φ. Ιωαννίδης είναι δικηγόρος, πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου