Κάθομαι και προσπαθώ να γράψω ένα κείμενο, αλλά διαρκώς βρίσκομαι σε αμηχανία με τις λέξεις. Να γράψω τη λέξη «πατρίδα» επιφυλάσσομαι, γιατί τη χρησιμοποιεί πολύ η Χρυσή Αυγή. Να γράψω τη λέξη «προβοκάτσια» που είναι κομουνιστική, με ξενερώνει. Να γράψω «έθνος» είναι ακροδεξιό, να πω «ταξικός» είναι αριστερό. Να πω «Γερμανοτσολιάδες» ή «κατσαπλιάδες» θα παρεξηγηθούν ουκ ολίγοι. Να γράψω «συντήρηση» δεν θα καταλάβουν ποιον εννοώ, εφόσον αρκετοί προοδευτικοί αποδεικνύονται συχνότατα αντιδραστικότεροι των συντηρητικών. Κι αν γράψω «Ευρώπη» τι θα εννοήσω; Την κανονική ή την Ευρώπη των λαών (τι σημαίνει αυτό;). Μήπως εκείνην της μυθολογίας; Αμηχανία. Τραβάω χειρόφρενο.
Δεν ξέρω τι να κάνω – ανάβω τσιγάρο, αν και δεν είναι κορέκτ. Να ακούσω ρεμπέτικο (α λα Ρουβίκωνα) για να περάσει η ώρα; Μα, το κυνήγησε άγρια η Αριστερά και μάλιστα ώς το 1974. Μετά προσπάθησε να το οικειοποιηθεί. Αναδρομικά ο Μάρκος έγινε σχεδόν οπαδός του Ζντάνοφ. Αλλά κι ο Μεταξάς κυνήγησε το ρεμπέτικο, τουλάχιστον την αμανέδικη εκδοχή του, κι έκλεισε τους τεκέδες. Οι της σοβαρής μουσικής το δυσφήμησαν επίσης. Ομως μετά ο Σουγιούλ έγραψε αρχοντορεμπέτικα και ο Γιαννίδης τα «Νέα της Αλεξάνδρας». Αρα τι να κάνω; Να ακούσω Τσιτσάνη και Μπαγιαντέρα ή για ορισμένους δεν είναι ακόμα κορέκτ; Το ρωτάω γιατί μας λένε κάποιοι πως πρέπει να γράφουμε κορέκτ, να ακούμε κορέκτ, να μιλούμε κορέκτ. Αλλιώς θα μας κακοχαρακτηρίσουν και ίσως μας κόψουν και το νερό απ’ τ’ αυλάκι. Παράδειγμα: αφότου ο Μίκης πήγε στο συλλαλητήριο είναι ορθόν να ακούω το «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις» ή μήπως θα με πούνε Μακεδονομάχο; Θα πεις, σε πειράζει να σε πούνε; Οχι βέβαια, απεναντίας. Από τίτλους που μας έχουνε χαρίσει άλλο τίποτε. Κάνουμε συλλογή. Είναι τιμητικό να γίνεσαι στόχος τους, να σε ψάχνουν μήπως και βρούνε κάτι, μια τρίχα μέσα στη σούπα, με τον παλιό, θερμό ζήλο της Στάζι. Αλλά πλέον στάζει από παντού. Kαι μπάζει. Σαν το παλιό σπιτάκι της Δραπετσώνας του Μίκη, που τώρα το βγάλανε κι αυτό σε πλειστηριασμό.
Απ’ την άλλη τα περισσότερα αριστερά τραγούδια τα έγραψαν αστοί και τα τραγούδησαν αστοί. Να τα ακούω ή όχι; Ή μήπως να περιοριστώ στον Ρόμπερτ Ουίλιαμς και στον Δάκη; Μπέρδεμα. Δεν γίνονται και συναυλίες διαμαρτυρίας για να ξέρουμε, πλέον, ποιους να ακούμε. Ούτε καν υπέρ των μεταναστών της Μόριας. Προφανώς διότι, όπως και στο Μάτι, όλα πάνε καλά εκεί – σκέτη Σαντορίνη. Πάνε; Το ρωτάω διότι σημασία έχει το κορέκτ που επισήμως είναι να καταπίνεις τους εβδομαδιαίους βιασμούς και τους φόνους στη Μόρια, να μισείς τα δύο τρίτα των Ελλήνων («Ποτέ μ’ αυτούς», «Ή αυτοί ή εμείς», ποινικοποίηση της πολιτικής), αλλά να υποδύεσαι πως σε αποτροπιάζει μια λέξη για να κάνεις αφορολόγητα τον φιλάνθρωπο. Για ξεκάρφωμα. Για να ξεχνούμε τις περιπαθείς αγκαλιές με τον κ. Καμμένο. Ποιος είναι, λοιπόν, ειδικός στο κορέκτ να με βάλει στον σωστό δρόμο για τους μπαξέδες;
Τελικά μήπως αντί ρεμπέτικο να ακούσω αμερικάνικο ροκ, μιας και αίφνης αγάπησαν οι κυβερνητικοί τον Τραμπ και την πιο σκληρή μορφή αμερικανισμού – ίσα που προλαβαίνω, γιατί μετά τις εκλογές θα ξαναρχίσουνε τις πορείες στο αμερικάνικο προξενείο. Πάντως το σωστό είναι τώρα ο φιλοαμερικανισμός. Λατρεία για το ΝΑΤΟ. Και οφείλουμε να πορευόμαστε με βάση το κορέκτ και τη διαπαιδαγώγηση που ονειρεύεται να μας δώσει ο κ. Τσίπρας, όπως διάβασα στην επιστολή του προς τη μητέρα του άτυχου Ζακ: να μας διδάξει να μη λέμε ψέματα και να μην κάνουμε κωλοτούμπες. Θα τον υπακούσω εφόσον είναι ειδικός σε τέτοια ηθικά θέματα. Πρότυπο.
Απ’ την άλλη δεν ξέρω τι υγιώς εθνικό να γράψω διότι δεν έχω λάβει και μερίδιο από μυστικά κονδύλια. Επίσης ο Σόρος με αγνοεί επιδεικτικά. (Σορο-λόπι). Τι να γράψω; Κάποιες λέξεις είναι αιχμάλωτες των κομμάτων και της Ιστορίας. Και πρέπει να ρωτάω κάθε τόσο διακινητές σανού αν πρέπει να χρησιμοποιήσω και πώς την τάδε ή τη δείνα λέξη, ποιες είναι ιδιοκτησία της ΧΑ και ποιες του ΚΚΕ, ποιες είναι ακόμα ελεύθερες, ποιες έχει οικειοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και ποιες ανήκουν στη ΝΔ ή στους αναρχικούς. Οφείλω να ελίσσομαι για να μη με κακοχαρακτηρίσουν και μετά δεν θα τρώω με όρεξη τις πέρδικες. Να διαλέγω καλά μια λέξη, προσεκτικά, να την πλένω με καυστική ποτάσα και μετά, καθαρή, φρέσκια, να της δίνω άλλο νόημα και σχήμα σαν σε φυσητό γυαλί; Δύσκολο.
Αρα χρειάζομαι έναν καλό κορέκτατζη. Ειδικό στο κορέκτ. (Λογοκριτή – γραμμιτζή). Να μου λέει ποιες λέξεις είναι καπαρωμένες απ’ τα κόμματα, ποιες ήδη μαντρωμένες, ποιες ακόμα διαθέσιμες. Και να μου λέει κυρίως αν κινδυνεύω να με πάρουν στα σοβαρά, καθότι αυτό θα ήταν η αρχή του τέλους, όπως έλεγε ο Κοκτώ. (Κι αν δεν το είπε ο Κοκτώ, αλλά ο Κορτώ; Ή ο Αρτώ; Για μπες στο Ιντερνετ). Χρειάζομαι κάποιον που θα μου βάλει κομματικό κόφτη, φώτα οπισθοπορείας, θα μου διευκρινίσει πώς να μετέρχομαι ακίνδυνα τη λέξη Μόρια (ακόμα και «μόρια») και θα ελέγχει τις πηγές μου, αν και δύσκολα θα τις βρει, διότι αυτές ενίοτε είναι επινοημένες χάριν παιγνίου – εφόσον η τέχνη και η ζωή είναι «παίγνιο φεύγον».
Επειδή, λοιπόν, αρκετές λέξεις και φράσεις είναι ιδεολογικώς ύποπτες καθεαυτές, μέχρι να ‘ρθει ο σκυθρωπός κορέκτατζης απ’ τις «Ζωές των άλλων», μεταχαλκεύω δικές μου όπως το «Γλώττα ατάσθαλον» ή το «Skrinia manent», για τα σκρίνια που κυριαρχούν επί δεκαετίες στα μικροαστικά σαλονάκια. Το ‘κανε και ο Τζιμάκος, κάποτε, μιλώντας περί της «Βασιλείας των ουραγών» που απολαμβάνουμε. (Για λίγο, ακόμα).
Δεν ξέρω τι να γράψω – θα πάρω ένα λεξι-τανίλ να κοιμηθώ, ακούγοντας αντάρτικα του Καρβέλα. Και τώρα γεια σας.