Την 31η Ιανουαρίου του 1949, επτά μήνες πριν από τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, ο τότε 24χρονος Μάνος Χατζιδάκις έδωσε στο Θέατρο Τέχνης την περίφημη διάλεξή του για το Ρεμπέτικο. Εκείνες τις ημέρες το Ρεμπέτικο βρισκόταν υπό διωγμόν, έξω από το ανεκτό «αισθητικό κάδρο» μιας κοινωνίας που «χόρευε τανγκό», σε status που κατά διαστήματα κυμαινόταν από την ημιπαρανομία έως τη βαθιά παρανομία, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον «υπόκοσμο» και τα «χασίσια», αποκηρυγμένο τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Ο μελετητής Παναγιώτης Κουνάδης, στο πρώτο από τα δεκαέξι τεύχη του γύρω από «Τα ρεμπέτικα: Ενα ταξίδι στο λαϊκό αστικό τραγούδι των Ελλήνων» (Alter Ego, ΜΜΕ ΑΕ 2010), αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σε μια ολομέλεια της εποχής, ο τότε γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης αποκάλεσε το ρεμπέτικο “τραγούδι της κάμας και της ντεκαντέντσιας” και κάλεσε τα μέλη να σπάνε τους τεκέδες».
   Αυτόν τον διπλό αποκλεισμό επιχείρησε να εμβολίσει ο νεαρός Χατζιδάκις, βαθιά πεπεισμένος ότι το Ρεμπέτικο είναι ο πιο πρόσφατος κρίκος σε μια παράδοση που φθάνει πίσω στο Δημοτικό Τραγούδι και ακόμη πιο πίσω στο Βυζαντινό Μέλος, και συνεπίκουρους, σ’ εκείνη την ιστορική διάλεξη, είχε τον τότε 44χρονο Μάρκο Βαμβακάρη και την τότε 28χρονη Σωτηρία Μπέλλου. Σχεδόν σαράντα χρόνια αργότερα, σε μια συνομιλία του με τον Θάνο Φωσκαρίνη (περιοδικό «Διαβάζω», τεύχος 196, Ιούλιος 1988), ο Χατζιδάκις με τη σειρά του θα αποκηρύξει το «νομιμοποιημένο» πλέον Ρεμπέτικο: «Ηταν μια παράνομη, με όλη τη σημασία της λέξης, μουσική. Η αντίθεσή μου με τη μικροαστική Αθήνα μ’ έφερε στον αντίποδά της: στην ανακάλυψη του καταδιωκτέου και παράνομου. Από κει και πέρα, όταν το Ρεμπέτικο έγινε τόσο αφόρητα νόμιμο, όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα στις μέρες μας, αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τη σχέση μου μ’ αυτό, όπως μετά βδελυγμίας έπρεπε ν’ αποκηρύξουν οι αριστεροί εκείνου του καιρού τη σύνδεσή τους με το ΚΚΕ στα γραφεία της Ασφάλειας».
    Υπό το πρίσμα αυτής της σύντομης και πολλαπλά διδακτικής εισαγωγής, κάποιος θα μπορούσε πολύ εύκολα να παρερμηνεύσει τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Τα παραθέτω εν τάχει: η ομάδα Ρουβίκωνας, αυτοπροσδιοριζόμενη ως αναρχική και με γκάμα εκφραστικών μέσων που εκτείνεται από τα τρικάκια έως τις βαριοπούλες, ανήγγειλε ότι θα διοργανώσει ένα ρεμπέτικο «πάρτι εγκαινίων» στη Φιλοσοφική  της Αθήνας, ώστε να γιορτάσει το σερί καταλήψεων και ανακαταλήψεων του «ζωτικού» της «χώρου», την αίθουσα 516 της δύσμοιρης Σχολής – κάτι σαν το Υψωμα 731 στο αλβανικό μέτωπο, αν και στο πιο αναίμακτο. Η διοίκηση της Σχολής, έχοντας ξεμείνει από πυρομαχικά κι εφεδρείες, αποφάσισε να κλείσει τη Σχολή την ημέρα του πάρτι, με τη βεβαιότητα ότι κανένας δεν θα πενθήσει για την απώλεια ολίγων διδακτικών ωρών, ύστερα από τις «μαζικές σφαγές» ωρών διδασκαλίας τις τελευταίες δεκαετίες. Μολαταύτα, ο Ρουβίκωνας παραβίασε μια πλαϊνή πόρτα (γνωστή εφεξής ως «η Κερκόπορτα του Ρουβίκωνα») κι έκανε το πάρτι του με δόξα, χαρά και σουβλάκια. Ενας όχι ιδιαίτερα έξυπνος παρατηρητής θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι ο Ρουβίκωνας τιμάει τη μνήμη του Μάνου Χατζιδάκι – του νεαρού, εξυπακούεται, όχι του στρυφνού γέρου -, ενόσω οι ιθύνοντες της Σχολής, ως χολερικοί επίγονοι του Γεώργιου Μιστριώτη, κάνουν τα πάντα για να παρεμποδίσουν την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών. Πρόοδος – Συντήρηση; Ενα-Μηδέν.
  Ολα τα παραπάνω μπορεί να έχουν χλωμή σχέση με την ελεύθερη διακίνηση – όχι πάντως των ιδεών. Πρέπει να έχει πάρει άσχημο κι επώδυνο διαζύγιο με την πραγματικότητα όποιος πρεσβεύει ότι, στην Ελλάδα του 2018, η διακίνηση των ιδεών παρεμποδίζεται μέσα στα πανεπιστήμια από τις πρυτανικές Αρχές, πόσω μάλλον ότι θεματοφύλακας και προστάτης των ιδεών είναι ο Ρουβίκωνας. Το ακαδημαϊκό άσυλο χάσκει αδύναμο και αμήχανο μπροστά στο νταβατζηλίκι του Ρουβίκωνα σαν απομεινάρι νομοθετικής διάταξης που ρυθμίζει ποιες ώρες κοινής ησυχίας οφείλουν να μην παραβιάζουν οι λατερνατζήδες. Το ακαδημαϊκό άσυλο θεσπίστηκε ως ανάχωμα στην αυθαιρεσία των κρατικών Αρχών σε άλλες εποχές. Νομοθετήθηκε προκειμένου να δημιουργηθεί ένα προστατευτικό κουκούλι γύρω από τη σπουδάζουσα νεολαία, ένα άβατο για τις δυνάμεις καταστολής στο κατ’ εξοχήν εργαστήρι ιδεών που (θα έπρεπε να) είναι το πανεπιστήμιο. Τώρα, δεν θέλω να σοκάρω τους φωστήρες του Ρουβίκωνα, ιδίως τους πλέον ευέξαπτους, αλλά γαργαλιέμαι να τους αποκαλύψω μια πικρή αλήθεια: κανένας δεν αισθάνεται να απειλείται από τις ιδέες τους. Εάν δεν έσπαγαν τζαμαρίες με τις βαριοπούλες τους και δεν βρώμιζαν νεοκλασικά κτίρια με τις μπογιές τους, δεν θα αποτελούσαν αντικείμενο συσκέψεων, όχι στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, αλλά ούτε σε απογευματινό τσάι στην ενορία των Κάτω Αχαρνών. Κατά βάθος, όμως, το γνωρίζουν. Γι’ αυτό και δεν επαιτούν την προσοχή μας με τις ιδέες τους. Την επαιτούν με τον κωλοπαιδίστικο χαβαλέ τους.
    Φθάσαμε λοιπόν στο πιο οξύμωρο, το πιο φαιδρό και το πιο παρανοϊκό σημείο αυτής της θεσμικής τσουλήθρας τις τελευταίες δεκαετίες, ένα επίτευγμα που πραγματικά θα το ζήλευαν οι ψυχιατρικές κλινικές σε όλη την υφήλιο: το ακαδημαϊκό άσυλο, όχι μονάχα να μην προστατεύει αυτούς για τους οποίους θεσπίστηκε – τους φοιτητές και τους καθηγητές – αλλά και να προστατεύει μονάχα όσους το παραβιάζουν. Εάν είσαι καθηγητής – όπως ο Αγγελος Συρίγος, λόγου χάριν ή ο Γιάννης Πανούσης – μην τυχόν και διανοηθείς να κάνεις παρατήρηση σε κάποιον που ολοφάνερα παρανομεί μέσα στον ακαδημαϊκό χώρο ή να διατυπώσεις άποψη αντίθετη προς την άποψη «εισβολέων» στο μάθημά σου: το πιθανότερο είναι να βρεθείς ξυλοφορτωμένος και να ψάχνεις το δίκιο σου, όχι στις αίθουσες των δικαστηρίων, αλλά στη Δευτέρα Παρουσία· χωρίς καμία εκ των προτέρων εγγύηση ότι και ο Πανάγαθος δεν θα είναι «μιλημένος».
    Εάν όμως είσαι… – αλλά, όχι. Θα σας το δώσω πιο παραστατικά με μια εικόνα. Ξεχάστε προς στιγμήν τα ονόματα των ανωτάτων σχολών. Ούτε Καποδιστριακό, ούτε Αριστοτέλειο, ούτε Πάντειο… – τίποτε, τίποτε: μας μπερδεύουν μάλλον, παρά μας διευκολύνουν. Θα συνεννοηθούμε καλύτερα με στάσεις λεωφορείων. Ποια διαδρομή προτιμάτε; Θέλετε τη διαδρομή Κυψέλη – Παγκράτι, μια προσφιλή διαδρομή των παιδικών μου χρόνων; Από αύριο λοιπόν το πρωί, αποφασίζουμε και διατάζουμε, στην περιοχή που οριοθετείται από τη «Στάση Πλατεία Κυψέλης» έως τη «Στάση Επτανήσου», να επιτρέπεται κάθε είδους παρανομία που απαγορεύεται στην υπόλοιπη ελληνική επικράτεια. Επιπροσθέτως, όποιος – καθαρά από αφηρημάδα – παρανομήσει στην υπόλοιπη ελληνική επικράτεια, να μπορεί να καταφύγει ατιμωρητί στην οριοθετημένη περιοχή. Το εν λόγω καθεστώς θα το ονομάσουμε «ακαδημαϊκό άσυλο», προς τιμήν κάποιων σκαπανέων που οραματίστηκαν κάποτε κάτι εντελώς διαφορετικό, αλλά εμείς χεστήκαμε. Εις υγείαν μας.