O αυξανόμενος προσδιορισμός της πολιτικής επικαιρότητας και του κομματικού ανταγωνισμού μέσα από την ανάδειξη και πραγμάτευση διάφορων πολιτικών σκανδάλων έχει τη δική του ιστορία. Η αρχή πρέπει να αναζητηθεί στη δεκαετία του 1980, με τη σταδιακή έκρηξη πολυφωνίας στον χώρο των μέσων ενημέρωσης και την εμφάνιση της αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας. Εκεί συναντούμε γεγονότα ορόσημα ως προς τη στροφή της δημοσιότητας σε στοιχεία της ιδιωτικής ζωής των πολιτικών πρωταγωνιστών, όπως το «σκάνδαλο» της σχέσης Ανδρέα Παπανδρέου – Δήμητρας Λιάνη αλλά και της αυθαίρετης, ανήθικης και παράνομης λειτουργίας του πολιτικοοικονομικού συστήματος, με κορυφαίο παράδειγμα την περίπτωση Κοσκωτά.
Από την «Αυριανή» μέχρι τη βασιλεία του τηλεοπτικού «Κίτρινου Τύπου» του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, από την «εναλλακτική» δημοσιογραφία της μπλογκόσφαιρας μέχρι την εκδοτική επιτυχία του «Πρώτου Θέματος» στην περασμένη δεκαετία και της «Δημοκρατίας» πιο πρόσφατα, το ενημερωτικό ενδιαφέρον όλο και περισσότερο μετατοπίστηκε στον χώρο της παραπολιτικής, της σκανδαλολογίας και της συνωμοσιολογίας. Με τη συνέργεια πολιτικών κομμάτων και προσώπων, η σκανδαλοθηρική δημοσιότητα κυρίευσε τη δημόσια σφαίρα της ύστερης Μεταπολίτευσης, αλλά κάπως υποχώρησε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, στον βαθμό που η επικαιρότητα δεν δημιούργησε νέες μεγάλες υποθέσεις με εξαίρεση την περιβόητη «λίστα Λαγκάρντ» (άλλωστε τα χρόνια αυτά το μέγα σκάνδαλο υπήρξε η αντιπατριωτική συνωμοσία των μνημονιακών δυνάμεων…).
Τα τελευταία χρόνια η σκανδαλολογία προσπαθεί να επανέλθει δριμύτερη, όχι όμως όπως συνήθως συνέβαινε από αντιπολιτευτικές δυνάμεις γύρω από την εκάστοτε κυβερνητική εξουσία, αλλά αντίστροφα από την ίδια την κυβέρνηση και τον φιλικό της Τύπο προς τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης και το παρελθόν τους. Δεν φαίνεται όμως να έχει την ίδια απήχηση αφού σε πολλές περιπτώσεις ο προπαγανδιστικός χαρακτήρας είναι εξόφθαλμος.
Πέρα από την εκάστοτε συγκυρία και επιμέρους στοχεύσεις είναι απαραίτητο να δούμε ότι η σκανδαλολογία έχει συνυφανθεί στην ελληνική δημοσιότητα όχι μόνο με λαϊκίστικες, εμπορευματικές, παραταξιακά εμπαθείς και εκβιαστικές πτυχές του δημοσιογραφικού κόσμου, αλλά ορισμένες φορές κεντρίζει το γενικό ενδιαφέρον πάνω σε ένα συγκεχυμένο, πολλές φορές άναρθρο, αίτημα πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού. Το πολιτικό πρόβλημα είναι ότι αυτή η διάσταση του «σκανδαλισμού» της κοινής γνώμης παραμένει αδύναμη και πνίγεται σχεδόν πάντα μέσα σε μια ηθικιστική υστερία και σε μισαλλόδοξες επιδιώξεις κατοχύρωσης κάποιου υποτιθέμενου ηθικού πλεονεκτήματος των εκάστοτε καλών έναντι των εκάστοτε κακών.
Ετσι η απαραίτητη σε κάθε δημοκρατία αμφισβήτηση της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας αναλώνεται σε μια πολιτική της κλειδαρότρυπας, περιπλέκοντας με καταχρηστικό τρόπο τα όρια δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας και οδηγώντας όχι μόνο στην απομάγευση της πολιτικής εξουσίας αλλά και στη γενική αποδοκιμασία του πολιτικού συστήματος ως ενός «διαφθαρμένου κατεστημένου». Οπως δείχνει και η διεθνής βιβλιογραφία, ο δημόσιος λόγος της tabloid δημοσιογραφίας, η σύγχυση πολιτικού και προσωπικού, η ταύτιση της πολιτικής αρετής με μια γενικόλογη επίκληση σε «καθαρά χέρια», έχει βάλει πολύ νερό στο αυλάκι της ανάπτυξης του νέου πολιτικού λαϊκισμού σε Ευρώπη και ΗΠΑ καθώς και σε λογικές εθνοκάθαρσης από το «κακό» παρελθόν της κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας.
Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ