Τελευταία φορά που είδα τον Παναγιώτη Σακελλαρόπουλο ήταν το καλοκαίρι του 2011. Καθίσαμε στη βεράντα του, στα υψώματα του Αρδηττού και χαζεύαμε κάτω την Αθήνα. Το σπίτι ήταν γεμάτο παιδικά παιχνίδια, η βραδιά ήταν γλυκιά, στην Επίδαυρο παιζόταν ο Ηρακλής μαινόμενος του Ευριπίδη και το κίνημα των «Αγανακτισμένων» είχε αρχίσει να εκφυλίζεται. Αγανάχτηση ίσον φθόνος, μου πέρασε ξαφνικά από το μυαλό, αλλά δεν το είπα στον καθηγητή. Ας προστατεύσουμε εμείς οι ίδιοι το παρόν μας. Εκείνος είχε ήδη προστατεύσει το παρόν που του αναλογούσε. Το ίχνος του στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία εντοπίζεται πανεύκολα: πριν από τον Σακελλαρόπουλο η ψυχιατρική ήταν Δαφνί και Λέρος, εγκλεισμός και στίγμα. Μου τα είχε εξιστορήσει όλα αυτά κάποιες μέρες νωρίτερα, σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ», αλλά είχα προλάβει να το δω και με τα μάτια μου: οι οχτώ στους δέκα φίλους μου που στη δεκαετία του 1980 φοιτούσαν στην ιατρική, ήθελαν οπωσδήποτε να γίνουν ψυχίατροι και να εκπαιδευτούν στις «ανοιχτές δομές» του Παναγιώτη Σακελλαρόπουλου. Η ιστορία έγραφε κιόλας τα «προσεχώς» της.
Για πάνω από σαράντα χρόνια ο Παναγιώτης Σακελλαρόπουλος δεν σταμάτησε ποτέ να ταξιδεύει εποπτεύοντας τις Κινητές Ψυχιατρικές Μονάδες που συνεχίζουν μέχρι σήμερα να παρέχουν θεραπεία και στο πιο απομακρυσμένο χωριό της Φωκίδας και της Θράκης κι αργότερα της Καλλιθέας ακόμα και με κατ’ οίκον νοσηλεία, καταργώντας έμπρακτα τον εγκλεισμό και την ασυλοποίηση. «Ο φοβικός, ο αγχώδης ασθενής» μού είχε πει «είναι σε θέση να μπει στη λεγόμενη κανονικότητα, έστω και με σχετική δυσκολία. Του ψυχωσικού αρρώστου όμως δεν μπορείς να του ζητήσεις να δουλέψει οκτάωρο. Επίσης, δεν τον βοηθούν καθόλου οι στερεοτυπικές και επαναλαμβανόμενες κινήσεις της εργασίας στο εργοστάσιο. Οι Γερμανοί το προσπάθησαν αυτό πριν καμιά σαρανταριά χρόνια, βάζοντάς τους στη βαριά βιομηχανία, αλλά απέτυχαν. Εμείς προσπαθούμε να μη μαθευτεί το περιστατικό και να μη γραφτεί στο βιβλιάριο υγείας του ο εγκλεισμός σε ψυχιατρείο. Διότι αν ο άνθρωπος έχει εγκλεισμό, θα τον διώξουν από τον ιδιωτικό τομέα. Ετσι λοιπόν του δίνουμε πιστοποιητικό από έναν παθολόγο, δεν πάει για είκοσι μέρες στη δουλειά του και τον φροντίζουμε στο σπίτι του, έστω κι αν είναι διεγερτικός. Είχαμε κάποτε έναν δικαστή που εμφάνισε ψυχωσικό επεισόδιο. Ο άνθρωπος αυτός έφτασε να γίνει πρόεδρος Εφετών επειδή του προσφέραμε περίθαλψη στο σπίτι και έτσι συνέχισε ομαλά την καριέρα του χωρίς να προκληθεί κανένα πρόβλημα».
Κανένα πρόβλημα! Να μια διαβεβαίωση που κάθε ασθενής περιμένει από τον γιατρό του. Σαν άνθρωπος που ζει μόνιμα με την απειλή του «αιφνίδιου» τον ρωτάω τι γίνεται όμως αν ξαφνικά… Μου μιλάει τότε για την εμπιστοσύνη που έχει εν τω μεταξύ αναπτυχθεί μεταξύ του ασθενούς με τον γιατρό του. Για τα πρώιμα συμπτώματα που ο ψυχωσικός έχει εκπαιδευτεί να αναγνωρίζει και να μην τα συγχέει με την πραγματικότητα καθώς και για το κινητό του γιατρού που είναι στη διάθεσή του ασθενούς του. «-Γιατρέ μου, πάλι άρχισα να ακούω φωνές. -Αντώνη, σε παρακαλώ, θα έρθω με το αυτοκίνητο να σε δω στο χωριό, αν εσύ δεν μπορείς να κατεβείς στην Αλεξανδρούπολη ή στην Αμφισσα».
Δυο άνθρωποι αρκούν για να γίνει η θεραπευτική πράξη; Αρκούν. Η ένταξη όμως; Η υποδοχή, η ζωή με τους άλλους; «Τα σπίτια που έχουμε για τους ασθενείς μας είναι ανοιχτά» μού είχε πει. «Μόνοι τους εξυπηρετούν τις ανάγκες τους, οργανώνουν τις δουλειές τους, βγαίνουν, κάνουν τα ψώνια τους, πάνε στην πλατεία του χωριού, συναντούν ανθρώπους στα καφενεία ή στις μικροδουλειές που τους προσφέρονται. Το ίδιο το χωριό έχει έγνοια τους αρρώστους μας και μας ειδοποιεί εγκαίρως με το πρώτο σημάδι υποτροπής». Κανένα πρόβλημα, πράγματι! «Ποτέ δεν έκανε ανθρωποκτονία ψυχωσικός, αν δεν ήταν παραμελημένος», προλαβαίνει τη σκέψη μου.
Πριν από δέκα μέρες οι συμπατριώτες του τον τίμησαν αναγορεύοντας τον Επίτιμο Δημότη Δελφών, δεν μπόρεσε όμως να παραστεί στην τελετή και εκπροσωπήθηκε από τη σύζυγο και συνεργάτιδά του Αθηνά Φραγκούλη – Σακελλαροπούλου. Χθες, δυτικά των Δελφών, στους πρόποδες του Παρνασσού, το Χρισσό Φωκίδας, η ιδιαίτερη πατρίδα του Παναγιώτη Σακελλαρόπουλου δέχτηκε το ιδιαίτερο παιδί της. Ο ίδιος όμως δεν αισθανόταν ιδιαίτερος μέσα στο σύνολο της κοινωνίας. Το κατάλαβα όταν μου διηγήθηκε μια μικρή ιστορία απαντώντας σ’ ένα ερώτημα που εκείνη τη στιγμή μού είχε φανεί εύλογο: τι γίνεται με τους πάσχοντες σε χώρες που δεν έχουν καμία ψυχιατρική κουλτούρα;
Ακούστε κι εσείς: «Εκεί δουλεύει ακόμη το clan, η ευρεία οικογένεια, η φάρα που λέμε στα ελληνικά. Αυτοί έχουν τις δικές τους λύσεις και αυτοθεραπεύονται… Είχα πάει κάποτε στην Αιθιοπία και κατά τύχη είδα μια γυναίκα που μετά τη γέννα εμφάνισε επιλόχειο ψύχωση. Αμέσως δυο – τρεις γυναίκες από την οικογένεια που είχαν ακόμη γάλα ανέλαβαν τον θηλασμό. Κάποια από τις ηλικιωμένες ανέλαβε τη σωματική φροντίδα του παιδιού και το παιχνίδι του. Οταν ανέφερα ότι έχω μαζί μου κατάλληλα φάρμακα για τη λεχώνα, μου είπαν: «Εχουμε εμείς κάποια ηρεμιστικά βότανα», γνωρίζοντας ότι σε έξι μήνες η αρρώστια θα κάνει τον κύκλο της και θα φύγει. Οπότε είπα της γυναίκας μου: «Για ποια κοινωνική ψυχιατρική μιλάμε; Αυτοί είναι πιο μπροστά από εμάς».