Για τους παροικούντες την πολιτική αγορά ο δημαρχιακός θώκος της πρωτεύουσας δεν είναι άλλη μια καρέκλα τοπικού άρχοντα. Ακόμη και τα τελευταία χρόνια που, ελέω κρίσης, το πολιτικό μάρκετινγκ επιβάλλει στα κόμματα να διατείνονται πως δεν δίνουν χρίσματα στις δημοτικές εκλογές και στους υποψηφίους να διαλαλούν το αυτοδιοικητικό τους προφίλ, όλοι αναγνωρίζουν πως η μάχη της Αθήνας είναι μια μάχη με πολιτικά χαρακτηριστικά. Το χρώμα που θα βαφτεί ο μεγαλύτερος δήμος της χώρας το βράδυ της κάλπης μπορεί να επηρεάσει το γενικότερο κλίμα. Εύλογα, λοιπόν, πρόκειται για μια θέση που η μεταπολιτευτική παράδοση θέλει να φτιάχνει πολιτικές καριέρες. Ιδού ένα μικρό απάνθισμα των παραδειγμάτων που επιβεβαιώνουν τον άγραφο αυτόν κανόνα.

Αλέξης Τσίπρας

Το μακρινό 2006 ο ΣΥΡΙΖΑ – τότε Συνασπισμός – ζούσε ακόμη στα πέτρινα χρόνια. Ο αρχηγός Αλέκος Αλαβάνος κατέβαζε υποψήφιο δήμαρχο Αθηναίων έναν πιτσιρικά για τα δεδομένα της εποχής, τον Αλέξη Τσίπρα. Αντί του ιστορικού στελέχους Μιχάλη Παπαγιαννάκη, που ήθελε το κόμμα. Ο Τσίπρας μπορεί να είχε ήδη γράψει πολλές εργατοώρες στον κομματικό σωλήνα, αλλά στο ευρύ κοινό ήταν άγνωστος. Κι όμως. Κατόρθωσε να βγει τρίτος, μετά τον Νικήτα Κακλαμάνη και τον Κώστα Σκανδαλίδη, συγκεντρώνοντας ποσοστό 10,5% – όταν το κόμμα του μετά βίας έφτανε το 4%. Βγαίνοντας από την κουίντα της Αθήνας ο 32χρονος ξεκινούσε τη δική του περφόρμανς στην πολιτική σκηνή με τον τρόπο που την κορύφωσε, αυτοσυστηνόμενος ως εναλλακτικός. Το σλογκανάκι εκείνης της τσιπρικής καμπάνιας ήταν «μπαίνουμε στο παιχνίδι». Προφητικό υπό μια έννοια. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι σε λιγότερο από δυο χρόνια έπαιρνε το δαχτυλίδι και γινόταν αρχηγός κόμματος κι εννιά χρόνια αργότερα ο νεότερος πρωθυπουργός της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, όντως μπήκε στο παιχνίδι. Για την ακρίβεια, εξελίχθηκε σε «δεκάρι».

Γιώργος Καμίνης

Μόλις έγινε η επίσημη ανακοίνωση της υποψηφιότητας του πρώην Συνηγόρου του Πολίτη, το 2010, οι θετικά διακείμενοι την χαρακτήρισαν αντισυμβατική. Οι αρνητικά απλά ρωτούσαν «πώς θα μαζέψει τα σκουπίδια ο καθηγητής;». Προτού καν ξεκινήσει την προεκλογική του εκστρατεία είχε πετύχει έναν μικρό άθλο, δεδομένων όσων ακολούθησαν στον χώρο της δημοκρατικής παράταξης. Είχε συνασπίσει ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ, Οικολόγους και διάφορες ΜΚΟ – που τον στήριξαν – γύρω του. Ο Καμίνης κατόρθωσε να κερδίσει για χάρη της Κεντροαριστεράς ένα παραδοσιακό κάστρο της Δεξιάς, απέναντι σε έναν υποψήφιο πολύ περισσότερο από τον ίδιο προπονημένο στο μιντιακό ρινγκ μιας προεκλογικής περιόδου. Βέβαια, οι γνωρίζοντες την πολιτική ανθρωπογεωγραφία της Αθήνας επιμένουν ότι είχε και διείσδυση στο δεξιό κοινό, εξού και επανεξελέγη το 2014. Η θητεία του στην πρωτεύουσα του έδωσε τη δυνατότητα επτά χρόνια μετά το ντεμπούτο στην πολιτική να διεκδικεί τη θέση του αρχηγού του Κινήματος Αλλαγής, πέρυσι τέτοια εποχή. Τερμάτισε τρίτος, αλλά από την άλλη οι δυο πρώτοι είχαν τον πράσινο μηχανισμό στη διάθεσή τους.

Γαβριήλ Σακελλαρίδης

Ο Τσίπρας παρότι διέπραξε μια πολιτική πατροκτονία, επέλεξε να αντιγράψει πιστά το παράδειγμα του πατρός Αλαβάνου. Το 2014 εμφανίζει ως προσωπική του επιλογή για υποψήφιο δήμαρχο της Αθήνας τον 33χρονο Γαβριήλ Σακελλαρίδη. Λανσάρεται κι εκείνος ως η ενσάρκωση της νέας γενιάς του ΣΥΡΙΖΑ. Και κυρίως ως το φρέσκο πρόσωπο που δεν θυμίζει σε τίποτα το στερεότυπο του ριζοσπάστη αριστερού – μιας και δεν έχει, π.χ., κανένα πρόβλημα να διαφημίσει το μεταπτυχιακό του με θέμα τα οικονομικά στη Μέκκα του καπιταλισμού, τη Νέα Υόρκη. Τι κι αν η ρητορική του στην προεκλογική περίοδο αποδεικνύεται ορθόδοξα συριζαϊκή; Με ατάκες σαν το «ο Σπηλιωτόπουλος ψήφιζε και ο Καμίνης εφάρμοζε τους νόμους του Μνημονίου», που είχε πει στα ερτζιανά. Κατάφερε, πάντως, να περάσει στον δεύτερο γύρο, όπου έχασε οριακά – με μόλις 2,6% – από τον Καμίνη. Μερικούς μήνες αργότερα κατεβαίνει για πρώτη φορά στις εθνικές εκλογές, βγαίνει βουλευτής και μόλις «ήρθε η ελπίδα», ανέλαβε και κυβερνητικός εκπρόσωπος της πρώτη φορά Αριστεράς. Μπορεί να επέλεξε ο ίδιος να αφήσει την πολιτική, όσο όμως έμεινε η υποψηφιότητα για τη δημαρχία της Αθήνας μάλλον τον βοήθησε να αλλάζει γρήγορα πίστα.

Μιλτιάδης Εβερτ

Οκτώβριος 1986, ο ορίτζιναλ δικομματισμός βρίσκεται στο απόγειο της ψυχροπολεμικής του φάσης. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ έχουν πριν από περίπου έναν χρόνο κερδίσει τις εθνικές εκλογές με 45,82%. Ωστόσο, στις δημοτικές η ΝΔ «καταλαμβάνει» τους τρεις εμβληματικούς δήμους, Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Πειραιά. Ο Μιλτιάδης Εβερτ εκλέγεται δήμαρχος στην πρωτεύουσα – ο πρώτος γαλάζιος στη Μεταπολίτευση. Σύμφωνα με τους μυημένους στα κεντροδεξιά πράγματα της εποχής, τα δυο χρόνια που έμεινε στη Λιοσίων, που ήταν τότε η έδρα του πρώτου δημότη, χτίζει έναν μηχανισμό για τον οποίο μιλούν έπειτα όλοι όσοι τον διαδέχθηκαν – όχι απαραίτητα με τα καλύτερα λόγια. Το 1987 ιδρύει τον Αθήνα 9,84. Το πρώτο μη «κυβερνητικό» ΜΜΕ στη χώρα. Μια κίνηση σαφέστατα πολιτική αν αναλογιστεί κάποιος την παντοδυναμία του πρωθυπουργού Παπανδρέου και του κυβερνώντος Κινήματός του. Τον Μάιο του 1989 παραιτείται του δημαρχιακού αξιώματος για να κατέβει βουλευτής. Το πέρασμά του από το αθηναϊκό δημαρχιακό μέγαρο τον καθιέρωσε, λένε, στο κόμμα του και του επέτρεψε κάποια χρόνια αργότερα, το 1993, να πάρει και τα νεοδημοκρατικά ηνία. Εκείνη η οκτωβριανή νίκη του ’86 ήταν, επομένως, η σημαντικότερη της πολιτικής του σταδιοδρομίας.

Κώστας Μπακογιάννης

Η εν λόγω περίπτωση είναι ένα case study της θεωρίας για την επίδραση του Μεγάρου της Κοτζιά στην πολιτική ανέλιξη κάποιου σε εξέλιξη. «Η σκούφια μου κρατάει από τη Βελωτά Ευρυτανίας, έχω τέσσερα παιδιά, είμαι ερωτευμένος με την Τοπική Αυτοδιοίκηση, δεν ξέρω μπάλα, αγαπώ τον Σαββόπουλο και τον Μάλαμα, νιώθω καλύτερα στη στεριά παρά στη θάλασσα, πιστεύω ότι τα πράγματα αλλάζουν μόνο από κάτω προς τα πάνω και δεν κλείνω ποτέ το κινητό μου». Σε αυτές τις λίγες αράδες από το βιογραφικό του στο Facebook συνοψίζεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πολιτικό στυλ που εκείνος έχει υιοθετήσει. Αυτό που σκηνογράφησε στην επίσημη παρουσίαση της υποψηφιότητάς του, κι ελπίζει ότι θα του εξασφαλίσει τη δημαρχία της πρωτεύουσας. Το στυλ κάποιου που προσπαθεί επιμελώς ατημέλητα να μη συμπεριφερθεί σαν φαβορί. Το επιχείρημα του ίδιου στους συνομιλητές του είναι πως ανεβαίνει τα σκαλιά ένα ένα. Απέφυγε να κληρονομήσει μια έδρα. Εθεσε εαυτόν στην κρίση του καρπενησιώτικου εκλογικού σώματος αρχικά. Κι έπειτα ζήτησε – κι έλαβε – την ψήφο σύσσωμης της Ρούμελης. Με άλλα λόγια, υποστηρίζει ότι δεν αντιμετωπίζει τον ρόλο του δημάρχου Αθηναίων ως – κατά το κλισέ – εφαλτήριο για την κεντρική πολιτική σκηνή. Εφόσον, όμως, εκλεγεί στα 45 του θα έχει μάλλον κλείσει με το κεφάλαιο Αυτοδιοίκηση, αφού συμβολικά τουλάχιστον σε αυτό δεν υπάρχει ψηλότερο σκαλί. Οπότε νομιμοποιείται κανείς να εικάσει ότι το πέρασμα στην πραγματική πολιτική αρένα, με αξιώσεις ευρύτερες ενός απλού κοινοβουλευτικού εδράνου, ίσως γίνει χάρη στην πρωτεύουσα πιο εύκολο. Ειδικά για κάποιον που κουβαλά το βάρος του ανήκειν σε μια πολιτική δυναστεία, σήμερα που τα τζάκια δεν ασκούν την ίδια γοητεία στους ψηφοφόρους.