Πρώτο μάθημα πολιτικής επικοινωνίας: αν δεν μπορείς να κερδίσεις τον αντίπαλό σου, φρόντισε να τον διασύρεις. Αν, δε, ο εν λόγω αντίπαλος έχει ένα κάποιο παρελθόν στην πολιτική, δεν είναι δύσκολο να εκμεταλλευτεί κανείς τα μαύρα του σημεία. «Πρέπει να καταλάβουν ότι όταν υπάρχει ύβρις, θα υπάρξει και νέμεση», είπε τις προάλλες ο Αλέξης Τσίπρας. «Για να κερδίσουμε τις εκλογές, πρέπει να βάλουμε και κάποιους φυλακή», είπε και κάποιος υπουργός του, προαναγγέλλοντας διώξεις λίγο πριν αυτές ξεκινήσουν.
Σε όλον τον κόσμο, υπάρχουν σκάνδαλα και σκανδαλάκια. Μεγάλα και μικρά, αληθινά και ψεύτικα. Αυτό που έχει σημασία είναι να χρησιμοποιηθούν σωστά. Να φουσκώσουν, να μεταδοθούν, να συζητηθούν στις γειτονιές και στις πλατείες. Να αλλάξουν αποτελέσματα εκλογών, παίζοντας με την ανάγκη των πολιτών για μια καθαρή πολιτική ζωή. Και όταν αυτό συμβεί, η ουσία κάθε υπόθεσης χάνει την αξία της – γίνεται έρμαιο εκείνου που την εκμεταλλεύθηκε. Γιατί τα σκάνδαλα από αποτυχημένο σε κάνουν πρωθυπουργό. Από αντιπολίτευση, κυβέρνηση. Αν τα χειριστείς σωστά, μπορεί να κερδίσεις μια ακόμα θητεία – ή, τουλάχιστον, αυτό θα ήθελε το «δόγμα Πολάκη».
Χειροπέδες σε live μετάδοση
Ενα αντίστοιχο «πλάνο Τσοχατζόπουλου» επιχειρήθηκε και στην περίπτωση του Γιάννου Παπαντωνίου. Ενα σακάκι ριγμένο στα χέρια έκρυβε τις χειροπέδες.
Το «βρώμικο ’89» και τα γουνάκια
Παρότι χωρίς εκείνον, η δίκη αποτέλεσε το σημαντικότερο γεγονός εκείνης της περιόδου, διχάζοντας την ελληνική κοινωνία που βρισκόταν σε γενική πολιτική αναταραχή. Και τα είχε όλα, όπως κάθε τηλεοπτικό προϊόν που σέβεται τον εαυτό του. Πολιτική ίντριγκα, αναξιόπιστους μάρτυρες, δικαστή που έγινε fashion icon – και ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, τον Απρίλιο του 1991, που οδήγησε στον θάνατο του Κουτσόγιωργα. Ενοχοι υπήρξαν, ο Παπανδρέου όμως κρίθηκε αθώος για τα αδικήματα της ηθικής αυτουργίας, της παθητικής δωροδοκίας και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος. Λίγους μήνες μετά την έκδοση της απόφασης, ήταν ξανά πρωθυπουργός. Σύμφωνα με τον ίδιο, «η αλήθεια εκδικήθηκε τους σκευωρούς».
Τα e-mail που έκλεψαν την προεδρία
Αστραψε και βρόντηξε ο Τραμπ για την αξιοπιστία της κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016, με ρητορική που άγγιζε τον σεξισμό. Τι κι αν το FBI ξεκαθάρισε δύο φορές, με επίσημες ανακοινώσεις, πως κανένας «λογικός εισαγγελέας» δεν θα απήγγελλε κατηγορίες; Τι κι αν η ίδια η Κλίντον δεν αρνήθηκε ποτέ να μιλήσει για το θέμα; Η προεκλογική ρετσινιά μιας απερίσκεπτης γυναίκας, που επί μία τετραετία μπορούσε να αποκρύπτει στοιχεία κατά το δοκούν, χωρίς κανέναν έλεγχο, θεωρείται πως της στέρησε την προεδρία. Και μετέτρεψε τον Τραμπ από αποτυχημένο τηλεοπτικό αστέρα στον πιο ισχυρό άνθρωπο του κόσμου.
Μίζες και ξέπλυμα α λα ισπανικά
Το 2013, τα ισπανικά μέσα ενημέρωσης φέρνουν στο φως ένα μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς, γεμάτο μίζες και ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Αυτουργός; Το κυβερνών τότε Λαϊκό Κόμμα, υψηλόβαθμα στελέχη του οποίου είδαν τα ονόματά τους να κρέμονται στα μανταλάκια. Ανάμεσά τους ο πρώην ταμίας του κόμματος, Λουίς Μπάρθενας, ο οποίος κατηγορήθηκε για μαζικές δωροδοκίες. Στην αρχή, η ηγεσία του κόμματος αρνήθηκε τα πάντα. Τον ίδιο χρόνο, όμως, η κυβέρνηση Ραχόι βρέθηκε απέναντι στην πρώτη πρόταση δυσπιστίας, η οποία δεν έγινε δεκτή. Δύο χρόνια αργότερα, έπειτα από μια δύσκολη προεκλογική περίοδο στην οποία αναδείχθηκε εκ νέου νικητής, ο τότε πρωθυπουργός κλήθηκε ως μάρτυρας στη δίκη. Υποστήριξε πως δεν είχε γνώση του τι συνέβαινε στο εσωτερικό του κόμματος, καθώς δεν ασχολιόταν με τα λογιστικά. Η κατάθεσή του οδήγησε σε δεύτερη πρόταση δυσπιστίας – κι αυτή απορρίφθηκε. Τον περασμένο Ιούνιο, η απόφαση του δικαστηρίου καταδίκασε τον Μπάρθενας σε 33 χρόνια φυλακή και, μαζί του, άλλα 29 στελέχη του κόμματος. Στο πόρισμα οι δικαστές μιλούσαν για «θεσμοθετημένη διαφθορά». Ο Ραχόι δεν άντεξε μια ακόμα πρόταση δυσπιστίας. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ο Πέδρο Σάντσεθ ανέλαβαν την ηγεσία της Ισπανίας χωρίς εκλογές. Πράγμα από μόνο του εκπληκτικό, αν σκεφτεί κανείς ότι μόλις το 2016 οι Σοσιαλιστές είχαν συγκεντρώσει το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία τους και ο ίδιος ο Σάντσεθ είχε υποβάλει την παραίτησή του από την ηγεσία του κόμματος.
Για ένα διαμέρισμα με θέα
Λούλα ντα Σίλβα: ο πρόεδρος της Βραζιλίας ξεκίνησε τη θητεία του το 2003 ως ένας άλλος Ούγκο Τσάβες. Ο Λούλα έχασε το δάχτυλό του στα 19, δουλεύοντας σε ένα εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων και όταν ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα έγινε γρήγορα αγαπητός τόσο για τις λαϊκές καταβολές του όσο και για τις σοσιαλιστικές του ιδέες. Το 2011, ωστόσο, τα πράγματα δεν ήταν το ίδιο εύκολα γι’ αυτόν. Οι κατηγορίες για διαφθορά διαδέχονταν η μία την άλλη, έως ότου βγήκε στην επιφάνεια μια μικρή ιστορία. Ο Λούλα είχε δεχθεί να δίνει δημόσια έργα σε μια συγκεκριμένη κατασκευαστική εταιρεία, προάγοντας τα συμφέροντά της στο εξωτερικό. Ως αντάλλαγμα είχε λάβει ένα πολυτελές διαμέρισμα πάνω στη θάλασσα.
Αυτό ήταν αρκετό για να καταδικαστεί σε φυλάκιση 12 ετών. Ακόμα και σήμερα, που βρίσκεται πίσω από τα κάγκελα, οι καταγγελίες συνεχίζονται. Ο Λούλα όμως είναι μια ειδική περίπτωση: στις εκλογές που έγιναν πριν από λίγους μήνες, περίπου το 35% των Βραζιλιάνων δήλωναν πως θα τον ξαναψήφιζαν. Ο ίδιος, μάλιστα, διεξήγαγε πολιτική καμπάνια μέσα από τη φυλακή και θεωρείτο ο μόνος που μπορούσε να ανακόψει τον ακροδεξιό Ζαΐρ Μπολσονάρο. Ωστόσο, η μεγαλύτερη οικονομία στη Λατινική Αμερική έχει πλέον πρόεδρο που έχει δηλώσει πως «περίπου 30.000 διεφθαρμένοι άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν πυροβοληθεί, ξεκινώντας από τον πρόεδρο Φερνάντο Ενρίκε Καρντόσο».