Το 1917, τη χρονιά της κομμουνιστικής επανάστασης στη Ρωσία, μία άλλη «επανάσταση», άγνωστη στους πολλούς, έγινε στην Ελλάδα, όχι από κάποια αριστερή κυβέρνηση, αλλά από την πλέον αστική που είχε γνωρίσει ποτέ ο τόπος, του Ελευθέριου Βενιζέλου. Ηταν η Αγροτική Μεταρρύθμιση, με την οποία πλήθος από μεγαλοτσιφλικάδες σε ολόκληρη τη χώρα έχασαν τις περιουσίες τους και καταστράφηκαν όταν οι τεράστιες περιουσίες τους μοιράστηκαν σε ακτήμονες αγρότες. Οι απαλλοτριώσεις και ο αναδασμός της γης έγιναν επιτακτικά όχι μόνον από τις σπανίως ταυτιζόμενες ανάγκες της κοινωνικής δικαιοσύνης και του εκσυγχρονισμού της εθνικής οικονομίας και των υποδομών της χώρας, αλλά και από τον πολύ πρόσφατο διπλασιασμό της Ελλάδας κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, όταν το καθεστώς γαιοκτησίας ήταν ακόμη πιο άδικο, πρωτόγονο και επιβλαβές για το δημόσιο συμφέρον από εκείνο της «παλιάς Ελλάδας». Ανάμεσα στις πολλές οικογένειες των μεγάλων τσιφλικάδων της Ελλάδας που καταστράφηκαν τότε ολοσχερώς από την Αγροτική Μεταρρύθμιση του Βενιζέλου ήταν και εκείνη του Ελευθέριου Ρίτσου με έδρα τη Μονεμβασιά και τεράστια περιουσία στη Νότια Πελοπόννησο.
Τα παραπάνω σε άλλη περίπτωση ίσως δεν θα είχαν την εξαιρετική σημασία που εν προκειμένω αποκτούν όταν αφορούν μια οικογένεια που το τέταρτο παιδί της δεν ήταν άλλο από εκείνον που μία μέρα θα γινόταν «Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης». Ο Γιάννης Ρίτσος, που έφυγε από αυτόν τον κόσμο στις 11 Νοεμβρίου 1990. Γιατί ίσως τίποτα δεν θα μπορούσε να δείξει πιο καθαρά το βάθος της καθαρότητας και της συνειδησιακής τιμιότητας των επιλογών ενός παιδιού που, λίγα χρόνια αργότερα, στα 18 του, εντάχθηκε στην Αριστερά και παρέμεινε στις τάξεις της σε όλη του τη ζωή.
Η ανιδιοτέλεια του Ρίτσου υπήρξε το καθοριστικό ηθικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο έχτισε όχι μόνον τις πολιτικές επιλογές και την κοινωνική του στάση, αλλά και ολόκληρη σχεδόν την ποίησή του. Φορέας μιας παιδείας εξαιρετικής και ενός ταλέντου μοναδικού, ένας από τους κορυφαίους ποιητές μιας εποχής που η τέχνη που διακονούσε άνθησε ίσως όσο ποτέ στην Ελλάδα, ο Ρίτσος ήταν εκείνος που κέρδισε όσο κανείς ομότεχνός του τον σεβασμό του ίδιου του Κωστή Παλαμά. Οταν μετά τα δραματικά γεγονότα της απεργίας του 1936 στη Θεσσαλονίκη έγραψε τον «Επιτάφιο», η πορεία της ελληνικής ποίησης είχε πλέον εισέλθει σε νέους δρόμους. Αυτό, οι άνθρωποι της σκέψης και της τέχνης το είδαν αμέσως. Χρειάστηκαν όμως δύο ακόμα δεκαετίες μέχρι να έρθει η στιγμή που ο «Επιτάφιος» θα διαπερνούσε σαν κεραυνός ολόκληρο τον ελληνικό λαό: ήταν η στιγμή που ο Μίκης Θεοδωράκης καταπιάστηκε με το ποίημα ενώ βρισκόταν στο Παρίσι και έγραψε τον κύκλο τραγουδιών που όχι μόνον άλλαξε για πάντα την πορεία της ελληνικής μουσικής, αλλά και που επηρέασε καθοριστικά τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Η ένωση της δύναμης της ποίησης του Ρίτσου και της μουσικής του Θεοδωράκη αναμφίβολα γέννησε το πιο καθοριστικό γεγονός της ελληνικής τέχνης του 20ού αιώνα.
Ούτε βέβαια η ποιητική παραγωγή του Ρίτσου, αλλά ούτε και το κομμάτι του έργου του που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης εξαντλούνται στον «Επιτάφιο»: οι δύο δημιουργοί, τιμημένοι και οι δύο με το Βραβείο Λένιν, συνέχισαν και με άλλα που εξίσου σφράγισαν για πάντα την Ελλάδα, όπως η «Ρωμιοσύνη» ή «Τα δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» – «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις» είναι η αιώνια επίκαιρη κατακλείδα τους. Τα έργα τους εγγράφηκαν οριστικά στον γενετικό κώδικα του ελληνικού λαού και του τόπου. Εχουν όμως κάτι ακόμα κοινό: το έργο και των δύο έχει τέτοια έκταση, σημασία και βάθος, που, στην πραγματικότητα, ακόμα δεν έχει «ανακαλυφθεί» στο σύνολό του.