Ούτε εφέτος βέβαια έλειψε η γκρίνια, η οποία, ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι χρόνο με τον χρόνο αποκλιμακώνεται. Ολοένα δηλαδή και περισσότεροι άνθρωποι «ενδύονται», έστω και περιστασιακά, την ιδιότητα του συνειδητού πολίτη και δεν μουρμουρίζουν επειδή ταλαιπωρούνται για δυο μέρες στις μετακινήσεις τους λόγω Μαραθωνίου. Συνειδητοποιούν την ουσία αυτής της διοργάνωσης που δεν εξαντλείται στην τεράστια προβολή της χώρας μας αλλά αναδεικνύει έναν δυνατό συμβολισμό, τώρα μάλιστα που τα σύμβολα εκλείπουν. Το πόσο τα έχουμε ανάγκη φαίνεται από τις συμμετοχές που είναι κάθε χρόνο και περισσότερες. Οχι μόνο από συστηματικά αθλούμενους ή συμμετέχοντες σε ανάλογες οργανώσεις ούτε από εγχώρια σελέμπριτι, αλλά από ανθρώπους που, όπως έγραφε ένας φίλος, «κουβαλούν την κοιλίτσα τους». Και μαζί τις αρθρίτιδές τους, τους παλιούς τραυματισμούς τους, τις μπίρες και τα πιτόγυρα, την τεμπελιά τους. Και βεβαίως από αυτούς με κινητικά προβλήματα ή με άλλους είδους αναπηρίες που «τρέχουν» ακόμη και πάνω σε αναπηρικά αμαξίδια. Οχι για τη νίκη, αλλά για τη συμμετοχή. Για το «ήμουν κι εγώ εκεί» σε μια εποχή που μας βολεύει να καταφεύγουμε στον εγωκεντρισμό της μονάδας.
Ποιος είναι ο συμβολισμός του Μαραθωνίου πέρα από τον συσχετισμό με την πορεία ειρήνης του Γρηγόρη Λαμπράκη ή με το ότι, αν νικούσαν οι Πέρσες σε εκείνη τη μάχη, η Ευρώπη σήμερα πιθανόν να ήταν Ασία; Είναι η δύναμη, η επιβολή της θέλησης στην αντοχή. Και αυτό ακριβώς είναι που κάνει το τμήμα της διαδρομής στη Λεωφόρο Μαραθώνα, εκείνα τα λίγα χιλιόμετρα όπου τα θύματα της πυρκαγιάς στο Μάτι είχαν σχηματίσει μια ανθρώπινη αλυσίδα για να μας υπενθυμίσουν ότι από τις 23 Ιουλίου «τρέχουν» κι αυτοί τον δικό τους Μαραθώνιο, μία τεράστια διαδρομή προς και πέρα από τα όρια της ανθρώπινης δύναμης. Και είναι η μοναδική περίπτωση στην ιστορία της διοργάνωσης που δεν χειροκροτούσαν οι θεατές τους δρομείς, αλλά οι δρομείς τους θεατές.