Περίμενε καθισμένη σε ένα από τα έξω τραπέζια του γωνιακού καφέ, πίνοντας καπουτσίνο. Μαύρα γυαλιά, στριφτό τσιγάρο, αδύνατη και ασάλευτη. Ο ορισμός της «cool» γυναίκας που γράφει ποίηση, διακρίνεται με κρατικά βραβεία, μεταφράζει δοκίμια του Τ.Σ. Ελιοτ και του Εζρα Πάουντ, λιμπρέτα όπερας και μυθιστορήματα των αδελφών Μπροντέ. Με φωνή βραχνή σαν σιβηρικού χάσκι, τόνο αργόσυρτο, μεταξύ πλήξης και διασκεδαστικής ειρωνείας, μιλά για μια καθημερινότητα ποιητική και κοπιαστική. Σαν να βρίσκεται σε ένα ραντεβού με το έναυσμα της γραφής, ενώ αυτό καθυστερεί και δεν εμφανίζεται.
«Το να είσαι σπίτι και να έχεις να γράψεις ποίηση είναι απίστευτα σκληρό. Δεν θα μπορούσα να είμαι εκτός για να γράψω, βλέποντας κάτι όμορφο. Εχω ανάγκη το κλειστό παράθυρο για να γράψω. Η απελπισία μπροστά στη λευκή σελίδα χωρίς ερέθισμα από κάποιον άλλον είναι βάσανο. Βλέπετε, δεν έχω feedback, παρά μόνο εμένα. Ερχεται από το εσωτερικό και δεν το δίνει, το άτιμο, πάντα…
Μερικές φορές μού έχει συμβεί να υπάρξει η παύση της γραφής επειδή σταμάτησε μια συγκεκριμένη μουσική. Η μουσική μού είναι απαραίτητη. Επειδή ξέρω από μουσική, αυτό που μου κάνει στο μυαλό ακούγοντάς την είναι μια βοήθεια. Σχεδόν μονοκοντυλιά είχα γράψει κάποτε τον θεατρικό μονόλογο “Ο κλόουν” ακούγοντας έναν δίσκο ξανά και ξανά. Ηταν το “Ragtime”. Λίγο παιχνιδιάρικη, λίγο μελαγχολική, ό,τι χρειαζόμουν εκείνη τη στιγμή». Η Μαρία Λαϊνά στα στοιχεία ξεχωριστής προσωπικότητας προσθέτει το δίπλωμά της στο ακορντεόν, τα μαθήματα πιάνου και κιθάρας, ενώ ήδη από το μεσημέρι το καφέ – μπαρ εμπλουτίζει τη συζήτησή μας με τον δυνατό ήχο από τις ροκ επιλογές του.
Ο ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ ΡΥΘΜΟΣ. «Γι’ αυτό και τον ρυθμό τον θεωρώ απαραίτητο. Και είναι αυτό που χάνεται στις μεταφράσεις ποιημάτων μου. Μερικές φορές η μορφή είναι και το περιεχόμενο. Τότε λοιπόν ήταν το “Ragtime” και ένα ποτηράκι ουίσκι. Μου κρατούσε τα νεύρα στον σωστό τόνο. Και δύο ουίσκι για να κατέβω στη σωστή κλίμακα. Είμαι νευρικός άνθρωπος και ας μη μου φαίνεται. Αν έπινα τέσσερα ουίσκι, κατέβαινα ακόμη περισσότερο, οπότε πάλι το ‘χανα. Τώρα δεν πίνω και δεν γράφω. Η ποίηση θέλει πειθαρχία, ισορροπία. Μια ήσυχη μοναξιά, ας πούμε. Εγώ, όταν ήμουν νέα, αισθανόμουν πολύ πιο μόνη και πολύ πιο απαισιόδοξη. Τα είχα όλα και τα έβλεπα μαύρα. Αδικαιολόγητα. Καλομαθημένη υπήρξα. Από αγάπη, όχι από αγαθά. Την αισθάνεσαι την αγάπη, όταν κάποιος σε αγαπάει, στο σώμα σου. Ακόμα κι αν δεν σε ακουμπάει. Το να σε κοιτάξει, να σου δώσει μια ελευθερία, να σου δείξει ότι κάτι είσαι τέλος πάντων. Οτι σου έχει εμπιστοσύνη…». Βγάζει τα γυαλιά της και με βλέμμα συγκεντρωμένο, από κάτω προς τα πάνω σκύβει μπροστά και συμπληρώνει: «Γι’ αυτή την αγάπη μιλώ, όχι του Αποστόλου Παύλου…».
ΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ. Μιλάμε για το Παγκράτι. Για τότε που έφυγαν σιγά σιγά οι παλιοί Παγκρατιώτες, «οι ευγενέστατοι κύριοι με τα κοστουμάκια τους και τα καπελάκια τους». Για τις νεανικές αφίξεις του παρόντος και το ζωντανό βουητό της Πλατείας Βαρνάβα, τις πολυκατοικίες που υψώθηκαν όλα αυτά τα χρόνια εμποδίζοντας τον ήλιο και τη θέα στα παλιά διαμερίσματα. «Μένω σε ένα σπίτι του ’50, που δεν έχει ασανσέρ. Στον τρίτο όροφο. Αμα σπάσεις το πόδι σου, δεν συμφέρει. Για την καρδιά είναι καλό βέβαια. Εχει μωσαϊκό, είναι ψηλοτάβανο, λίγο σχεδιασμένο με γύψινα στο ταβάνι, παρκέ ψαροκόκαλο από πεύκο θάλασσας. Χτίστηκαν όμως απέναντί του, εκεί όπου υπήρχαν δύο διώροφα, και χάθηκε το φως».
Και ύστερα, μετά την ανταλλαγή απόψεων περί αστικότητας και κατοίκησης, μίλησε για «Το φαγητό». Τον μονόλογο που έγραψε πριν από είκοσι χρόνια και είχε εκδοθεί από την Αγρα, ενώ αυτές τις μέρες παρουσιάζεται ως θεατρική παράσταση στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης από τον Δημήτρη Λιόλιο. «Είναι ζόρικο κείμενο. Ανθρωποφαγικό. Δεν ξέρω πώς έγινε και ενδιαφέρθηκε ένα νέο, φρέσκο, ορεξάτο, χαρούμενο παιδί που το ήθελε σαν τρελό. Και το έκανε διάλογο. Αυτό το σχιζοειδές της προσωπικότητας το υποδύονται στη σκηνή δύο ηθοποιοί. Αλλά το καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για κάποιον που δεν είναι στα καλά του. Μπορεί κάποιος να θεωρήσει την ανθρωποφαγία συμβολική. Εγώ όμως το περιγράφω με όρους φαγητού. Με μαχαίρια και πιρούνια. Και πιάτα». Πάλι το βλέμμα σοβαρεύει και λέει sotto voce: «Το φόντο πάνω στο οποίο είναι γραμμένη αυτή η κακουργηματική πράξη είναι φόντο αγάπης. Από σύντροφο σε σύντροφο. Το βάρος της ενοχής ορισμένων ανθρώπων δεν τους επιτρέπει να παραδεχτούν ότι αυτό κάνουν. Μέσα στο κείμενο ο ήρωας φαντάζεται ότι κάποιος άλλος μπαίνει σπίτι του και το κάνει αυτό. Ξέρετε, δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους που ζηλεύουν. Δεν έχω ζηλέψει ποτέ. Κατά βάθος είναι μια ανασφάλεια του ανθρώπου που τη νιώθει. Είναι και μια επιθυμία του να είναι αποκλειστικός, πράγμα που μοιάζει με ιδιοκτησιακό καθεστώς».
Το υπόλοιπο της συνομιλίας μας γίνεται σε ένα παράξενα επιμελημένο μουσικό τοπίο. Η απρόσμενη συμμετοχή της μουσικής του χώρου φαίνεται να υπακούει στο πρόσταγμα της Μαρίας Λαϊνά να συνοδεύει τον ρυθμό των σκέψεών της. Υπόκρουση πρώτη το τραγούδι του Λένι Κράβιτζ «It ain’t over till it’s over» και αναφορά στη μητέρα της ποιήτριας. «Είχα μια μητέρα φανταστική. Νομίζω ότι σε αυτήν οφείλω το γράψιμό μου. Είχε και χιούμορ. Της το οφείλω και αυτό. Στα χρόνια του σχολείου, στο σπίτι μας, στα Ανω Πατήσια, μαζεύονταν παιδιά μη προχωρημένων μαμάδων για να τα βγάλουν πέρα με την εφηβεία τους. Σε όλα μου τα γραπτά υπάρχει ασυνείδητα αναφορά στη μητέρα μου. Θυμάμαι μια φορά, σε μια εκδήλωση, με πλησιάζει μια γυναίκα λέγοντάς μου το εξής: “Θέλω να σας ευχαριστήσω γιατί μου δώσατε τον στίχο που θέλω να γράψω πάνω στον τάφο της μητέρας μου. Ηταν ο στίχος «κάτι μοιάζει με έγκλημα στον τρόπο που με αγάπησες»…”. Ηταν ψυχολόγος εκείνη που με εντόπισε».
Πιστεύετε ότι είναι εγκληματική η αγάπη της μάνας; To τραγούδι «Beautiful day» των U2 αρχίζει. «Επειδή προηγουμένως είπα για τον Απόστολο Παύλο και εννοούσα την Επιστολή προς Κορινθίους, δεν πιστεύω ότι η αγάπη “ου ζητεί τα εαυτής”. Και αυτό που ακούω από πολλές μανάδες “και εγώ που θυσίασα τη ζωή μου για σένα και τώρα…” το βρίσκω απεχθές. Και δεν το άκουσα ποτέ. Μόλις τελείωσα τη Νομική, ήμασταν σε οικονομική δυσπραγία, θα μπορούσα να πάω να γίνω συμβολαιογράφος ή να πάω σε μια τράπεζα. Είπα “μαμά, θέλω να κάνω διαφήμιση”, μου είπε “κάνε”. Είπα ότι ήθελα να φύγω με υποτροφία στη Γερμανία, 17 χρονών. Με πήγε στον σταθμό και πήγα στο Ντύσελντορφ. Αυτό ήταν πράξη εμπιστοσύνης. Εχω αισθανθεί λοιπόν ότι με αγαπάνε, δεν αμφισβητώ ότι με αγαπάνε και γι’ αυτό δεν έχω λόγο να ζηλέψω».
Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ. Αλλαγή ρυθμού, οι Rolling Stones τραγουδάνε «I can’t get no satisfaction» και η κουβέντα γυρίζει στα «θέλω» μας. «Θέλω να ζω. Με φοβίζει πολύ ο θάνατος. Ο φόβος της ανυπαρξίας. Είμαι φιλοπερίεργη και θα ήθελα να δω στον κόσμο τι γίνεται και αφού πεθάνω. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς να γράφω. Εχει κολλήσει πάνω μου αυτό το πράγμα σαν βδέλλα. Εγραφα από 15 χρονών και διάβαζα αλύπητα. Ηταν η εποχή που κατέφευγε κανείς τότε στα βιβλία για να ψαχτεί. Βιβλία και ραδιόφωνο. Και τώρα ξυπνώ το πρωί και ψάχνω να βρω μουσική. Μου αρέσει πολύ η τζαζ. Ομως την όπερα προτιμώ να την ακούω σε βινύλιο. Και χύνω και δάκρυα. Αν δεν ήμουν ποιήτρια, θα ήθελα να έχω γράψει μουσική. Για να επιστρέψω στα “θέλω”, να σας πω ότι δικαιούται να τα θέλει κανείς όλα. Αλλά να ξέρει ότι μπορεί να μην έρθει τίποτα. Νομίζω ότι το παιχνίδι είναι χαμένο. Αλλά όσο παίζεται θα το παίξω. Δεν είμαι ματαιόδοξη. Ξυπνάω το πρωί και αναρωτιέμαι ποια είμαι. Κατά το βραδάκι το βρίσκω. Μου αρέσει όμως πάρα πολύ το φως. Η χειρότερή μου μέρα είναι όταν αλλάζει η ώρα. Εκείνη τη μέρα κατεβάζω τα ρολά για να μη βλέπω ότι στις πέντε είναι βράδυ… (Ακούγεται η φωνή του Στινγκ). Ωραίο αυτό το τραγούδι… “Lemontree”».