άν λοιπόν το δούμε ως ολότητα, το “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε” αποτελείται από την αλληλοδιείσδυση θεατροποιήσεων: Οι ηθοποιοί του Πιραντέλο ερμηνεύουν το γραπτό σενάριο ενός έργου στο οποίο ηθοποιοί “αυτοσχεδιάζουν” ένα έργο στο οποίο οι χαρακτήρες με τη σειρά τους ανεβάζουν σκηνές από άλλο έργο. (…) Η δράση δεν αποκαλύπτει απλώς ότι η διαδικασία της δημιουργίας, σκηνικής ή άλλης, είναι ακατάστατη, αλλά ότι αυτή η ακαταστασία, άρα η αβεβαιότητα, ενυπάρχει στη δημιουργία». Κάπως έτσι (απόσπασμα από το κείμενο που υπογράφει η Ερι Κύργια στο πρόγραμμα της παράστασης) συμβαίνουν τα πράγματα στο έργο του Πιραντέλο «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε», που μαζί με τα «Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» και τον «Ερρίκο Δ’» συνθέτουν την τριλογία που αποτυπώνει την ουσία του «θεάτρου εν θεάτρω».
Γραμμένο το 1929 κατά τη διάρκεια της παραμονής του Λουίτζι Πιραντέλο (Luigi Pirandello 1867 – 1936) στο Βερολίνο, το έργο συνδέει τη δυναμική της κομέντια ντελ’ άρτε με τα σύγχρονα σκηνοθετικά ρεύματα της εποχής. Βασικός καμβάς είναι η σύγχυση ή μάλλον η σύγκρουση φαντασίας και καθημερινότητας, η δύναμη του δημιουργήματος έναντι του ηθοποιού. Ολα ξεκινούν όταν ένας θίασος επιχειρεί να διασκευάσει το διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο «Λεονώρα, αντίο!» με τον σκηνοθέτη να καθορίζει το παιχνίδι μέσα από τις παρατηρήσεις, τις εντολές και τη «δικτατορία» του. Οι ηθοποιοί αγανακτούν, τον διώχνουν και αναλαμβάνουν να φέρουν εις πέρας την παράσταση. Μόνο που είναι τόσο πολλά τα επίπεδα με τα οποία καλούνται να αναμετρηθούν…
Στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού, ο Δημήτρης Μαυρίκιος ενορχηστρώνει το χάος του θεάτρου (και της ζωής;) με ακρίβεια, λεπτομέρεια, αλήθεια, συγκίνηση. Με τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι (ο συνθέτης την έγραψε για την παράσταση του Δημήτρη Μυράτ στο θέατρο Αθηνών το 1961) και τις κινηματογραφικές προβολές, με έναν πολυπρόσωπο, εξαιρετικά ικανό θίασο, εξελίσσεται ένα παιχνίδι ανάμεσα στους ηθοποιούς και το κοινό, ενώ ο σκηνοθέτης γίνεται κομμάτι της παράστασης, καθώς ανεβαίνει πάνω στη σκηνή ή συνομιλεί μαζί τους από το ηλεκτρολογείο.
Πού αρχίζει το θέατρο και πού η ζωή, εκεί, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο ισορροπεί το «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Δημήτρη Μαυρίκιου που φέρνει τον θεατή ενώπιος ενωπίω με την αλήθεια του.
Η Ράνια Οικονομίδου μεταφέρει στη σκηνή αυτούσια τη θεατρική της εμπειρία και με το παίξιμό της σηματοδοτεί την ουσία του Πιραντέλο. Η Λυδία Φωτοπούλου επιβεβαιώνει τα πολλά υποκριτικά της πρόσωπα και τη σκηνική της γοητεία. Ο Γιάννης Βογιατζής συγκινεί με την ειλικρίνειά του – με αποκορύφωμα τον μονόλογο για τον θάνατο του ηθοποιού. Η Γιούλικα Σκαφιδά αντιμετωπίζει με ωριμότητα τον δύσκολο ρόλο της – και πεθαίνοντας επί σκηνής, δίνει μια ερμηνεία – σημείο αναφοράς για τη μετέπειτα πορεία της. Τέλος, ο Νίκος Καραθάνος, από οθόνης, ερμηνεύει το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Ο ταχυδρόμος πέθανε» με καθηλωτική θεατρικότητα και συγκινεί βαθιά.
Γιατί μόνο ένας καλά δουλεμένος θίασος μπορεί να «αυτοσχεδιάζει» αυτοσχεδιάζοντας και να αναδεικνύει τα πολλά επίπεδα καθώς βυθίζεται σε αυτά. Και μαζί να αποκαλύπτει τις διατάσεις του θεάτρου.
Στο ύψος της Κάτιας Δανδουλάκη
Ψύχραιμη και οργανωτική, ηθοποιός και θιασάρχις, η Κάτια Δανδουλάκη ανήκει στο είδος εκείνο των καλλιτεχνών που ενδιαφέρονται για το όλον της παράστασης – και όχι μόνο για τον δικό της ρόλο. Γι’ αυτό και όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν βάζει τα δυνατά της να στήσει θίασο με δυνατά ονόματα, σε πολυπρόσωπα έργα. Σαν να μην την αφορά ο ανταγωνισμός – ο κακώς εννοούμενος ανταγωνισμός.
Ετσι και φέτος, που επιστρέφει στην Αγκαθα Κρίστι και στο «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές», δεκατρία χρόνια μετά τον «Μάρτυρα κατηγορίας», και ετοιμάζεται για την πρεμιέρα της. Μια πρεμιέρα που καθυστέρησε χρονικά (θα δοθεί στις 29 Νοεμβρίου), στην προσπάθειά της να αντιμετωπίσει μια σειρά από αποχωρήσεις και αντικαταστάσεις που προέκυψαν ή χρειάστηκε να γίνουν. Με διακριτικότητα και ευγένεια, χωρίς να θελήσει να τις εκμεταλλευτεί για να διαφημίσει τη νέα παραγωγή της.
Με γνώμονα ένα θέατρο που να αφορά τον πολύ κόσμο, διατηρώντας την ποιότητα που τη διακρίνει, η Δανδουλάκη συνδυάζει το λαϊκό με το εστέτ. Δύσκολο; Μπορεί. Αλλωστε δεν είναι απλό να υποστηρίζεις την τηλεοπτική Βίρνα Δράκου στη «Λάμψη» του Νίκου Φώσκολου και συγχρόνως έργα του Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Γιούρι Λιουμπίμοφ στο θέατρο. Ισως γιατί η ίδια δεν αποκηρύσσει ποτέ τις επιλογές της και τις τιμά με το 100% των δυνάμεών της. Δεν είπε ποτέ ότι δεν αγαπά την τηλεόραση, αντιθέτως υποστήριζε και υποστηρίζει ότι χρωστά πολλά σ’ αυτό το Μέσο, που το γνώρισε στα νιάτα της και συνέχισε να το υπηρετεί. Ισως πάλι γιατί η καταγωγή, η παιδεία και η καλλιέργειά της να άφησαν το στίγμα τους: μαθητεία πλάι στον Κάρολο Κουν, συνεργασίες με σημαντικούς σκηνοθέτες και ηθοποιούς, φιλίες με ανθρώπους όπως ο Ζυλ Ντασσέν και η Μελίνα Μερκούρη, και μια ζωή δίπλα στον Μάριο Πλωρίτη.
Τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Και τίποτα δεν χαρίζεται στον χώρο του θεάτρου. Ούτε είναι εύκολο να είσαι γυναίκα ηθοποιός με «δυο μέτρα μπόι» και να καταφέρνεις να μη δείχνεις (πάντα) ψηλότερη από τους παρτενέρ σου. Να όμως που έμαθε πώς να στέκεται στο ύψος της – κι αυτό το ύψος δεν μετριέται με εκατοστά, αλλά με εσωτερικά μέτρα και σταθμά.