Είναι σαν τη γυναίκα του Καίσαρα: δεν αρκεί η δημοκρατία να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται. Να φαίνεται, ας πούμε, ότι οι βουλευτές δεν θα διεκδικήσουν ποτέ εκείνα τα είκοσι χιλιάρικα των αναδρομικών, όχι επειδή είναι αρκετά πλούσιοι, αλλά επειδή οι ηγεσίες των κομμάτων τους είναι αρκετά υποψιασμένες για να μην αποφύγουν κάτι που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως «πρόκληση».
Θα προκαλούσαν πράγματι οι βουλευτές της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ αν έπαιρναν τα αναδρομικά; Την εποχή του αντιμνημονίου θα τους κρεμούσαν πιθανότατα στα μανταλάκια. Οχι πια. Ο λαϊκισμός του είδους τελείωσε την ημέρα που οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την προτροπή του Αλέξη Τσίπρα να επιστρέψουν στη Βουλή τα βουλευτικά τους αυτοκίνητα. Την ημέρα εκείνη ο κινηματικός ΣΥΡΙΖΑ άφησε οριστικά την ορθοστασία του πεζοδρομίου για να απολαύσει ένα βουλευτικό προνόμιο από την αναπαυτική θέση του συνοδηγού. Μπορεί η δημοκρατία να φάνηκε εκείνη την ημέρα ακόμη λιγότερο τίμια. Αλλά τουλάχιστον οι αντισυστημικοί αναγνώριζαν ότι είχε ένα κάποιο κόστος. Οτι τουλάχιστον δεν ήταν φτηνή. Αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η Φώφη Γεννηματά υποκύπτουν με τον τρόπο τους στη λογική μιας δημοκρατίας που πρέπει να είναι σχεδόν δωρεάν, είναι επειδή ο λαϊκισμός έχει πολλά πλοκάμια – καθένα από αυτά μπορεί να βρει από δυο-τρεις «προκλήσεις». Είναι κι επειδή η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα αντισυστημικής ηθικολογίας σε ένα κόμμα βουλευτικών ή άλλων προνομίων αφήνει εκ των πραγμάτων ένα κενό στο πεδίο του ηθικού πλεονεκτήματος. Το κενό που απεχθάνεται η πολιτική και ο Μητσοτάκης με τη Γεννηματά έσπευσαν να καλύψουν.
Είναι κι αυτό ένα είδος εκδίκησης – είναι η εκδίκηση στο υψωμένο δάχτυλο ενός κόμματος που μαστίγωνε τα παραδοσιακά κόμματα με το φραγγέλιο της υποτιθέμενης ηθικής ανωτερότητας. Κανείς όμως δεν μπορεί να μαστιγώσει κάποιον που έχει αρνηθεί είκοσι χιλιάρια. Ειδικά μέσα από ένα άνετο βουλευτικό αυτοκίνητο.