Εχω πολύ καλή σχέση με τα όνειρα. Και με αυτά που βλέπω στον ύπνο μου και με αυτά που βλέπω στον ξύπνιο μου.
Θυμάμαι τον εαυτό μου από παιδί να ακούει τα όνειρα της γιαγιάς, της μητέρας και της θείας οπωσδήποτε. Η τελευταία κάθε πρωί, μαζί με το καφεδάκι, έπρεπε απαραίτητα να ακούσει τα όνειρα των άλλων, να διηγηθεί κατόπιν τα δικά της και αμέσως μετά να τα ερμηνεύσει όλα μαζί με τον δικό της μοναδικό τρόπο, και αυτό γινόταν φωναχτά είτε είχε, είτε δεν είχε ακροατήριο. Ηταν άλλωστε γνωστή και σε όλη τη γειτονιά για το ταλέντο της στην ονειροκρισία. Είδες μωρό; Είδηση θα πάρεις, αν φορούσες καπέλο ήταν προστασία, αν όμως είχες μακριά μαλλιά ήταν στα σίγουρα μεγάλη δυστυχία…
Η θεία μου, λοιπόν, Σοφία από τη Σμύρνη μόλις τελείωνε με την ερμηνεία των ονείρων άρχιζε την επόμενη ιεροτελεστία. Την προετοιμασία των φαγητών και των γλυκών, που γινόταν και αυτή απαραιτήτως φωναχτά. Τώρα τσιγαρίζεις το κρεμμύδι, τώρα χαμηλώνεις λίγο τη φωτιά και μημ ξεχνάς να βάζεις πάντα το κουκουνάρι προς το τέλος μέσα στον χαλβά. Τα σμυρναίικα σουτζουκάκια της ήταν όνειρο, τα γεμιστά της επίσης. Το κανταΐφι της μόνο στον ύπνο μου το έχω έτσι ξαναγευτεί, αλλά το… αποφεύγω γιατί άμα φας στον ύπνο σου γλυκό, είναι στενοχώρια, λέει, και μεγάλη γρουσουζιά.
Τα όνειρα που βλέπω τα «προετοιμάζω» πριν κοιμηθώ ανάλογα με τις φορτίσεις της ημέρας. Είναι σαν μικρά διηγήματα, ή μάλλον σαν ταινίες μικρού μήκους. Με αρχή, μέση και τέλος. Αν κάτι με ξυπνήσει πριν από το τέλος (κοιμάμαι πολύ ελαφρά), θα ξανακοιμηθώ αμέσως για να τα συνεχίσω. Κάποιες φορές σηκώνομαι και τα καταγράφω. Λέξη προς λέξη, ή μάλλον καρέ. Το πρωί τα ερμηνεύω με τον δικό μου τρόπο και για να μη χαθεί, εννοείται, η παράδοση, φωναχτά. Ολα μου τα όνειρα έχουν ωραία και ξεκάθαρα σκηνικά. Τα πλακάκια της κουζίνας, σε ένα προπέρσινο όνειρο, ήταν μαύρα και άσπρα τετράγωνα και τα γάντια που φορούσα, κρατώντας ένα μπρίκι του καφέ, ήταν έντονο πορτοκαλί. Στο χθεσινό όνειρο ξυπνούσα ξαφνικά επειδή το σπίτι είχε πλημμυρίσει με νερό που έμπαινε από παντού ορμητικό. Ανοίγοντας την πόρτα, μπήκε μέσα σπρώχνοντάς με με το ζόρι μια μεγάλη μπάλα πάγου που μέσα της είχε ένα κεφάλι αλόγου. Αρχισα να σπάω με τα χέρια μου τον πάγο για να το ελευθερώσω. Φεύγοντας ο πολύς πάγος, φάνηκε ότι το εγκλωβισμένο ζώο ήταν ένας μεγάλος χαμογελαστός λαγός – σαν αυτόν στην «Αλίκη των Θαυμάτων» – που όμως μεταμορφώθηκε αμέσως σε αλεπού με αιχμηρά, γεμάτα κατακόκκινο αίμα δόντια. Δεν ξέρω τι θα πουν οι ψυχαναλυτές, αλλά εγώ ξέρω τι σημαίνει το άλογο και κυρίως ξέρω τι σημαίνει η αλεπού.
Ως προς τα όνειρα που βλέπω στον ξύπνιο μου, δεν είχαν ποτέ καμία σχέση με αυτό που λέμε «ονειρεύομαι να γίνω δικηγόρος η έστω τραγουδίστρια…».
info: Η Αλίκη Καγιαλόγλου είναι τραγουδίστρια, έχει ιδρύσει από το 2000 την εταιρεία Συν Αθηνά και Χείρα Κίνει για να μην επεμβαίνουν οι άλλοι στα όνειρά της και κάνει ωραία γλυκά κουταλιού. Το περγαμόντο, το κυδώνι και το σταφύλι της λένε ότι είναι όνειρο. Η τελευταία της παράσταση που παίζεται σε Ελλάδα και Κύπρο βασίζεται στη «Θαλάσσια ωδή» του Φερνάντο Πεσόα.