Τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη μπορώ να τον φανταστώ σε διάφορους ρόλους, διαφόρων έργων, διαφόρων εποχών. Μια διαστρεβλωμένη εκδοχή μπουφόνου που όμως, παρά τους τσαμπουκάδες, τα νταηλίκια και τους παροξυσμούς, τελικά, βγάζει γέλιο. Κυρίως μέσα από την αντίφαση του ότι, δραματουργικά, αυτοί που εκστομίζουν φοβέρες και κατάρες με έναν προγλωσσικό τρόπο έκφρασης και σκοράροντας στη χυδαιότητα συνήθως καταλήγουν στην αυτογελοιοποίηση. Κυρίως όμως ο Πολάκης μοιάζει να έχει προσγειωθεί στο σήμερα κατευθείαν από βιντεοταινία της δεκαετίας του 1980. Θα μπορούσε να είναι φίλος του Μπίλια στο «Ρόδα, τσάντα και κοπάνα», ένας από τους «The κόπανοι», το αφεντικό του Ψάλτη ή ένας τσαμπουκαλεμένος νταλικέρης ανεξαρτήτως ταινίας. Ετοιμος να αρπαχτεί, φτύνει όταν μιλάει και στην κορυφαία σκηνή μαζεύει τα χαλιά στο σπίτι του και χορεύει το περίφημο «συγκαμένο ζεϊμπέκικο». Ολα αυτά, μπορεί να είναι γκροτέσκα αλλά παραμένουν γραφικά.
Ο Παύλος Πολάκης όμως, δυστυχώς, δεν παίζει σε βιντεοταινία. Είναι υπουργός αυτής της κυβέρνησης. Και, θεωρώ, με ειδική αποστολή. Να εκχυδαΐσει τον πολιτικό λόγο τώρα που ο Αλέξης Τσίπρας φοράει τρίκουμπο. Να επισημοποιήσει τη ρητορική του όχλου. Αλλωστε τα πρότερα έργα και ημέρες του ανδρός δεν προϊδέαζαν για κάτι διαφορετικό. Το δε «δόγμα Πολάκη», σύμφωνα με το όποιο όποιος δεν είναι μαζί μας πρέπει να πάει φυλακή, φαίνεται προσχεδιασμένο – εν είδει αλεξίπτωτου – για όταν θα έπεφταν τα ποσοστά.
Γι αυτό νομίζω ότι η επιστολή που έγραψαν η Βάσια και η Αφροδίτη εκ μέρους της νεολαίας στο Μάτι απευθύνεται στο κενό. Αν μπορούσε να την καταλάβει ο υπουργός, αν είχε ίχνος ενσυναίσθησης, δεν θα έκανε πλακίτσες με αυτήν την τραγωδία. Το πολύ πολύ λοιπόν να γελάσει όπως ο Σπύρος Καλογήρου στον ρόλο του Σκανταλάκη στο «Η νεράιδα και το παλικάρι», να τεντώσει τα δάχτυλά του μέχρι να κάνουν κρακ και να αρχίσει να πληκτρολογεί περί γκεμπελίσκων και βοθρολυμάτων. Να διεκπεραιώσει δηλαδή την εντεταλμένη υπηρεσία του.