Σε ένα κείμενό του ο Γιάννης Τσαρούχης γράφει πως την ημέρα του θανάτου της Μαρίκας Κοτοπούλη (πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου του 1954) τον κατέλαβε μια τόσο βαθιά μελαγχολία ώστε δεν είχε άλλο τρόπο να τη διαχειριστεί παρά ζωγραφίζοντας. Θα φανταζόταν κανείς πως το έργο που έκανε ήταν σχετικό με τη μεγαλύτερη – κατά γενική ομολογία των ανθρώπων της εποχής της – ηθοποιό που πάτησε ποτέ το σανίδι του ελληνικού θεάτρου, ωστόσο, όπως επίσης ο ίδιος γράφει, το έργο που ζωγράφισε ήταν μια γυναικεία μορφή που εντάχθηκε αργότερα σε μια σειρά με τον τίτλο «Μεγαρίτισσες» – πρόκειται για γυναίκες των Μεγάρων.
Οσοι θα έχουν σταθεί ώς σήμερα μπροστά στο έργο αυτό και όσοι πρόκειται να έρθουν σε επαφή μαζί του στο μέλλον, θα ήταν αδύνατον ακόμη και να υποψιαστούν – εκτός και αν έχουν διαβάσει το κείμενο του Τσαρούχη – τους λόγους που το ενέπνευσαν ή να διακριβώσουν ποια είναι η πηγή των τόσο έντονων συναισθημάτων που τους πλημμυρίζουν στη θέα του. Δηλαδή θα ήταν αδύνατον ακόμη και ο πιο ευαίσθητος ή ασκημένος στην εκτίμηση ενός έργου ζωγραφικής να πει: «Κατάλαβα, ο Τσαρούχης είχε τόσο στεναχωρηθεί με τον θάνατο της Κοτοπούλη ώστε κάθισε και ζωγράφισε τη Μεγαρίτισσα».
Αδυνατεί να σκεφτεί κανείς ένα πιο θαυματουργό κυριολεκτικά κλειδί, όπως είναι η σχετική περικοπή του κειμένου του Τσαρούχη, που να αναλύει το μυστικό της μαγείας της τέχνης σε οποιαδήποτε μορφή της. Δεν χρειάζεται δηλαδή για να συγκινηθεί κανείς όχι μόνο κοιτάζοντας ένα έργο ζωγραφικής, αλλά διαβάζοντας ένα βιβλίο, παρακολουθώντας μια θεατρική παράσταση, ακούγοντας ένα μουσικό έργο, να γνωρίζει το τι και πώς προκάλεσε τη δημιουργία του ή συνέβαλε ώστε να το εμπνευστεί ένας δημιουργός. Φαίνεται μάλιστα πως τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκίνηση που προκαλείται όσο πιο άγνωστες παραμένουν οι αιτίες στις οποίες μπορεί να την αποδώσει κανείς.
Θα έλεγε κανείς γενικότερα πως η τέχνη μεταβάλλει σε ανώνυμη την αφετηρία της προκειμένου η επίδρασή της να υπάρξει όσο γίνεται αποτελεσματικότερη. Αν τον Τσαρούχη τον ενδιέφερε, μαζί με το ατόφιο περιστατικό του θανάτου της Κοτοπούλη, να διασώσει τη μελαγχολία του στο μέγεθος ακριβώς που τον είχε καταλάβει, η Μεγαρίτισσά του σήμερα θα προκαλούσε, στην καλύτερη περίπτωση, μια αμηχανία ως προς το τι ακριβώς ήθελε να εκφράσει. Αντίθετα, απαλείφοντας τη συγκεκριμένη μορφή της Κοτοπούλη, το περιστατικό του θανάτου και το προσωπικό του αίσθημα, το πρόσωπο της Μεγαρίτισσας μπορεί να είναι όλα αυτά, να τα υπαινίσσεται, χωρίς να χρειάζεται να υπάρχει ένα συγκεκριμένο όνομα για να τα ανακαλέσει.
Τι παράξενο αλλά και τι τρομερό, αλήθεια, μάθημα. Για να διασώσεις για πάντα στην περιοχή της τέχνης κάτι που πραγματικά αγαπάς, οφείλεις να θυσιάσεις τα χαρακτηριστικά του που σε έχουν δέσει συχνά μαζί του με έναν σπαρακτικά ανεπούλωτο τρόπο.