Το πιο ωμό fake news των τελευταίων ετών σε σχέση με το Σύνταγμα είναι ότι ο νόμος «Περί ευθύνης υπουργών» είναι μια νέα ρύθμιση του 2001. Μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ τον εμφανίζει ως νόμο δικό μου! Η αλήθεια είναι ότι η ρύθμιση περί ευθύνης των υπουργών διαμορφώθηκε στη σημερινή, σε γενικές γραμμές, μορφή της με το Σύνταγμα του 1864 και με τον σχετικό εκτελεστικό νόμο του 1877!
Με την αναθεώρηση του 2001 η ρύθμιση έγινε από πολλές πλευρές αυστηρότερη: Η Βουλή περιορίζεται στη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, ενώ η ανάκριση και κυρίως η παραπομπή στο ακροατήριο ανατίθενται σε πενταμελές δικαστικό συμβούλιο. Οι τυχόν συμμέτοχοι παραμένουν στη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων. Καταργήθηκαν οι κατήγοροι βουλευτές. Διπλασιάστηκε πρακτικά η χρονική αρμοδιότητα της Βουλής μέχρι τη λήξη της δεύτερης αντί της πρώτης συνόδου της βουλευτικής περιόδου που ακολουθεί την τέλεση της πράξης. Ολα αυτά υπερψηφίστηκαν το 2001 από τους 268 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Μάλιστα, δύο χρόνια αργότερα ο εκτελεστικός νόμος «Περί ευθύνης υπουργών» (νόμος 3126/2003) υπερψηφίστηκε και από τους βουλευτές του ΚΚΕ και του τότε Συνασπισμού!
Το 2001 ο δημόσιος βίος βρισκόταν ακόμη μέσα στο κλίμα της περιόδου 1989-1994. Το ζήτημα τότε ήταν η νέα κυβέρνηση να μην ποινικοποιεί τις επιλογές της προηγούμενης κυβέρνησης για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ή «βεντέτας». Ηταν ζωντανή η εμπειρία του 1989 με στόχο τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά και η δίωξη κατά του πρώην πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και υπουργών της κυβέρνησής του το 1993. Δεν είναι τυχαίο ότι η αναθεωρητική διαδικασία που κινήθηκε την 1/1/1995 και οδήγησε στην αναθεώρηση του 2001 ανακοινώθηκε παράλληλα με την αναστολή της δίωξης κατά του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και υπουργών της κυβέρνησής του. Ακολούθησε, θυμίζω, η αναθεώρηση του 2008 από την οποία απήχε το ΠΑΣΟΚ. Η ΝΔ και τα κόμματα της Αριστεράς που μετείχαν μπορούσαν, αν ήθελαν, να αναθεωρήσουν το άρθρο 86. Δεν το έκαναν γιατί είχαν συμφωνήσει και υπερψηφίσει.
Ηδη από το 2007 είχα προτείνει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας αυτό που θεσπίστηκε το 2010 αλλά αρνείται να εφαρμόσει η σημερινή κυβέρνηση. Τη συγκρότηση συμβουλίου από δικαστικούς λειτουργούς για τον προκαταρκτικό έλεγχο της κατηγορίας και την υποβοήθηση του έργου της Βουλής ήδη από το πρώτο στάδιο, της προκαταρτικής εξέτασης. Μετά την εμπειρία της περιόδου 2015-2018 είναι αναγκαίο, πράγματι, σε περίπτωση αναθεώρησης του Συντάγματος η αρμοδιότητα του πενταμελούς δικαστικού συμβουλίου, που προβλέπεται από το 2001 για τη φάση μετά την παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο, να ενεργοποιείται πολύ νωρίτερα, ώστε να καθίσταται πρακτικά αδύνατη η καταστρατήγηση των σχετικών διατάξεων από μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θέλει να προστατεύσει παρανομούντα στελέχη της και να συκοφαντεί αντιπάλους της. Η φάση της προκαταρκτικής επιτροπής της Βουλής που υποδύεται τον ανακριτή και τον εισαγγελέα και καταστρατηγεί το Σύνταγμα πρέπει να καταργηθεί.
Πρακτικά η ισχύουσα ρύθμιση, χωρίς τις πρόσφατες ερμηνευτικές ευρεσιτεχνίες των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, που επιχειρεί να διακρίνει μεταξύ πράξεων «κατά την άσκηση» και «επ’ ευκαιρία της άσκησης» των καθηκόντων του υπουργού, επέτρεψε την ποινική δίωξη στις περιπτώσεις Τσοχατζόπουλου, Μαντέλη (που εκδικάστηκαν) και Παπαντωνίου (όπου έχει διατυπωθεί κατηγορία). Αντιθέτως, τα ερμηνευτικά τεχνάσματα των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ γύρω από το άρθρο 86 συνδέθηκαν με τη σκευωρία και το φιάσκο της Novartis για τα πολιτικά πρόσωπα. Ο καθένας μπορεί να κάνει τη σύγκριση.
Το άρθρο 86 δεν εμποδίζει, όπως αποδείχθηκε, την εφαρμογή των κοινών ποινικών διατάξεων για νομιμοποίηση εσόδων, που είναι έγκλημα διαρκές. Κατηγορίες κατά πολιτικών προσώπων χωρίς απτές αποδείξεις για χρηματισμό είναι η χαρά του κοινού συκοφάντη. Με αυτή την επιφύλαξη για τη ροπή προς τη συκοφαντία και την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής πράγματι δεν έχει νόημα η σύντομη παραγραφή των υπουργικών αδικημάτων. Αρκεί στην πράξη να επικρατήσει η λογική του κράτους δικαίου, ώστε να υπάρχουν πρωθυπουργοί και υπουργοί διατεθειμένοι να βάζουν την υπογραφή τους χωρίς να φοβούνται πιθανή δίωξη τα επόμενα είκοσι χρόνια, με πρωτοβουλία μιας επόμενης εχθρικής ή λαϊκίστικης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ακόμη και χωρίς κανένα στοιχείο για χρηματισμό και «ξέπλυμα». Με μόνη βάση μια μεταγενέστερη πολιτική εκτίμηση για βλάβη των συμφερόντων του δημοσίου από μια πολιτική απόφαση, κάτι που μετατρέπεται σε ποινική κατηγορία για απιστία και παράβαση καθήκοντος.
Εχει επίσης καλλιεργηθεί στην ελληνική κοινή γνώμη η εντύπωση ότι στη χώρα μας ισχύει ένα προνομιακό καθεστώς ποινικής ευθύνης των υπουργών που συνιστά απόκλιση από τα ισχύοντα στην Ευρώπη. Πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου (Επιτροπή Βενετίας) του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη σχέση μεταξύ πολιτικής και ποινικής ευθύνης των υπουργών στα 47 κράτη-μέλη δείχνει ότι η Ελλάδα ακολουθεί το κεντρικό ευρωπαϊκό ρεύμα. Ανήκει μάλιστα στις χώρες-μέλη που δεν προβλέπουν ιδιαίτερα υπουργικά αδικήματα, καθώς για τους υπουργούς ισχύουν ο Ποινικός Κώδικας και η κοινή ποινική νομοθεσία. Από πλευράς δε δικονομικών ρυθμίσεων, η Ελλάδα ανήκει στην πλειοψηφία των χωρών που εξαρτούν την πρόοδο της διαδικασίας από σχετική απόφαση του Κοινοβουλίου. Ως προς το κρίσιμο μάλιστα ζήτημα του αρμόδιου δικαστηρίου, η Ελλάδα ανήκει στις χώρες εκείνες στις οποίες το αρμόδιο ειδικό δικαστήριο συγκροτείται μόνο από τακτικούς δικαστές, ενώ σε άλλες χώρες (π.χ. Γαλλία) η ίδια η σύνθεση του ειδικού δικαστηρίου είναι πολιτική με τη συμμετοχή μελών των Κοινοβουλίων ως δικαστών. Στις ΗΠΑ ως ειδικό δικαστήριο λειτουργεί η ίδια η Γερουσία.
Είναι συνεπώς άλλο ζήτημα οι βελτιώσεις που πρέπει να γίνουν σε ένα συνταγματικό πλαίσιο που ισχύει στη χώρα μας σχεδόν δύο αιώνες και τελείως διαφορετικό ζήτημα η αναπαραγωγή fake news που παρεμποδίζουν μια ουσιώδη συζήτηση.
Στο ζήτημα της λεγόμενης βουλευτικής ασυλίας, τα πράγματα είναι απλούστερα. Η ασυλία έχει δύο όψεις. Η πρώτη (άρθρο 61 παρ. 1) είναι το ανεύθυνο του βουλευτή που «δεν καταδιώκεται, ούτε εξετάζεται για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων», όπως αυτά νοούνται σε μια σύγχρονη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Εξαιρείται μάλιστα (άρθρο 61 παρ. 2) το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης που διώκεται έπειτα από άδεια της Βουλής. Η παραδοσιακή αυτή ρύθμιση συμπληρώνεται με το βουλευτικό απόρρητο (άρθρο 61 παρ. 3). Ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σε αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του έδωσαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε. Αντίστοιχες ρυθμίσεις προβλέπονται στο κοινό ποινικό δίκαιο για δημοσιογράφους, δικηγόρους, γιατρούς, πνευματικούς κ.ο.κ.
Η δεύτερη όψη – αυτή που υφίσταται κριτική – είναι το ακαταδίωκτο του βουλευτή (άρθρο 62) που αναφέρεται σε πράξεις ή παραλείψεις του πριν γίνει βουλευτής ή όσο είναι βουλευτής, αλλά για θέματα που δεν αφορούν γνώμη ή ψήφο κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων. «Οσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται, ούτε με άλλον τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του σώματος», που πρέπει να παρασχεθεί μέσα σε τρεις μήνες, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος εκτός συνοδών, αλλιώς θεωρείται ότι δεν χορηγήθηκε. Με εξαίρεση τα αυτόφωρα κακουργήματα. Το ακαταδίωκτο παρατείνεται για τα λεγόμενα πολιτικά εγκλήματα και στο μεσοδιάστημα μεταξύ διάλυσης της Βουλής και ανακήρυξης των βουλευτών της επόμενης Βουλής. Ο αμιγώς πολιτικός και λειτουργικός χαρακτήρας του ακαταδίωκτου είναι συνεπώς προφανής. Δεν πρόκειται για προσωπικό προνόμιο του βουλευτή, αλλά για θεσμική εγγύηση της ομαλής λειτουργίας της Βουλής.
Τα τελευταία περίπου έξι χρόνια με το κριτήριο αυτό εφαρμόζεται – πλην κραυγαλέων εξαιρέσεων – η διάταξη αυτή από τη Βουλή έπειτα από εισήγηση της Επιτροπής Δεοντολογίας. Αυτό φέρνει την πρακτική της Βουλής κοντά στη σύμφωνη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ερμηνεία και τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, που έκρινε σε υποθέσεις ελληνικού ενδιαφέροντος ότι ακαταδίωκτο κατά το άρθρο 62 μπορεί να παρέχεται μόνο για πράξεις που συνδέονται άμεσα με τα κοινοβουλευτικά καθήκοντα. Λαμβάνει επίσης σοβαρά υπόψη τη δυνατότητα προβολής των τυχόν αξιώσεων τρίτου (πολιτικώς ενάγοντος) ενώπιον αστικού δικαστηρίου. Αυτό διασφαλίζεται στην ελληνική έννομη τάξη. Σε περίπτωση συνεπώς αναθεώρησης, το άρθρο 62 πρέπει να εναρμονιστεί πλήρως με τα κριτήρια της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), προς την οποία έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό συγκλίνει τα τελευταία χρόνια η πρακτική της Βουλής των Ελλήνων.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, εισηγητής της πλειοψηφίας στην αναθεωρητική διαδικασία 1995-2001