«O χριστιανισμός της Δύσης (που οδήγησε στον καθολικισμό και τον προτεσταντισμό) έδινε έμφαση στον ορθό λόγο, στον ατομισμό και στην αμφισβήτηση της αρχής. Ο χριστιανισμός της Ανατολής (από τον οποίο προήλθε η ορθοδοξία) ήταν συνδεδεμένος με μυστικιστικά φαινόμενα, ήταν πιο συναισθηματικός και κοινοτικός και έδινε λιγότερη σημασία στον νόμο και στον ορθό λόγο. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτές οι διαφορές επέζησαν ύστερα από μισό σχεδόν αιώνα κομμουνισμού».
Αυτά σημείωναν πριν από λίγους μήνες ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Βουλγαρίας Σιμεόν Τζάνκοφ και η ερευνήτρια του University College του Λονδίνου Ελενα Νικόλοβα σε μια μελέτη για λογαριασμό της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οι κομμουνιστές ηγέτες – τόνιζαν – δεν έβλεπαν βέβαια με καλό μάτι την Εκκλησία. Εκμεταλλεύτηκαν όμως τα στοιχεία της ορθόδοξης προσέγγισης που έβρισκαν χρήσιμα, όπως η έμφαση στην παράδοση, ο κοινοτισμός και ο μεγαλύτερος σεβασμός προς την εξουσία. Ετσι, παρά την καταστολή της θρησκείας, δεν αναπτύχθηκαν «επικίνδυνα» φαινόμενα, όπως η εικονοκλαστική συμπεριφορά, η δημιουργικότητα και η καινοτομία.
Τα συμπεράσματα αυτά παραπέμπουν λίγο στην περίφημη θεωρία του Χάντινγκτον για τη σύγκρουση των πολιτισμών και υπακούουν μοιραία σε αρκετά κλισέ. Επιπλέον, αφορούν κυρίως τις χώρες που έζησαν κάτω από τον ζυγό του κομμουνισμού. Το βασικό ερώτημα όμως στο οποίο προσπάθησαν να απαντήσουν οι ερευνητές, δηλαδή γιατί οι ορθόδοξες χριστιανικές χώρες παραμένουν στάσιμες, ισχύει αναμφίβολα και για την Ελλάδα. Και πολλά από τα χαρακτηριστικά που περιγράφουν μας είναι – δυστυχώς – γνώριμα.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι βασικές αντιδράσεις στη συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου είναι θρησκευτικού και όχι πολιτικού χαρακτήρα. Ούτε ότι ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ανθιμος αισθάνεται αυτή τη φορά πως εκφράζει την πλειοψηφία των πολιτών όταν χαρακτηρίζει αυτή τη συμφωνία «εθνική αυτοκτονία». Ετσι αντιμετωπίζονταν πάντα τα μεγάλα θέματα στη χώρα μας: χωρίς πραγματική επιχειρηματολογία, αλλά με ακρότητες, αφορισμούς και έμφαση στο συναίσθημα.
Από τον κανόνα αυτόν δεν θα μπορούσε να εξαιρούνται και τα λεγόμενα εθνικά θέματα. Ενας μετριοπαθής πολιτικός και αυριανός πρωθυπουργός χαρακτηρίζει τη συμφωνία των Πρεσπών «επαίσχυντη», επιμένοντας στον ακατανόητο ισχυρισμό ότι εκχωρεί τη μακεδονική γλώσσα και εθνότητα στη γειτονική χώρα. Ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, πάλι, χαρακτηρίζει προδότη τον πρωθυπουργό και όσους ψηφίσουν τη συμφωνία.
Στην πραγματικότητα, την ίδια παράδοση ακολουθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που δεν θα πρέπει να εκπλήσσει αφού τα συντηρητικά του στοιχεία είναι ισχυρότερα από τα αριστερά. Δανείστηκε λοιπόν από την ορθόδοξη προσέγγιση τη δυσπιστία προς τους νόμους και τον ορθό λόγο, ενθαρρύνοντας ταυτόχρονα την αμφισβήτηση της εξουσίας. Το αποτέλεσμα είναι ο εκχυδαϊσμός της πολιτικής ζωής και τα καθημερινά φαινόμενα ανομίας στους δρόμους, στα πανεπιστήμια, ακόμη και στα δικαστήρια.
Πάνω απ’ όλα, όμως, η ενότητα Κράτους και Εκκλησίας. Γιατί, όπως είπε κι ο Μητροπολίτης Ανθιμος, αυτόν τον τόπο τον επιβουλεύονται πολλοί.