Σύμφωνα με ορισμένους από τους ηγέτες που συγκεντρώθηκαν την Κυριακή στο Παρίσι για τα εκατό χρόνια από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ένα ερώτημα είναι σήμερα κυρίαρχο, ειδικά για τους Ευρωπαίους Μακρόν και Μέρκελ: έστρεψαν το ενδιαφέρον τους αποκλειστικά στον λαϊκισμό και τον εθνικισμό, που πράγματι φουντώνουν πια στην Ευρώπη και προειδοποίησαν για τους κινδύνους που γεννούν για τη δημοκρατία και την ειρήνη, που, όπως είπαν, είναι και πάλι σήμερα εξαιρετικά εύθραυστες. Το «απεταξάμην» τους στα παραπάνω, είχε όμως και έναν ακόμα άρρητο αποδέκτη: τις ΗΠΑ και, βέβαια, τον Τραμπ. Για τον Πούτιν και τη Ρωσία, πάντως, δεν είχαν τίποτα να πουν…
Ομως, ούτε η ρητορική ένταση, ούτε η θεατρικότητα της τελετής, με τους ηγέτες του πλανήτη να περπατούν στα Ηλύσια Πεδία προς την Αψίδα του Θριάμβου (για τα τελευταία εκατό μέτρα, για τις κάμερες, όλο το άλλο το πέρασαν στα αυτοκίνητα), ούτε φυσικά το μιντιακό Forum για την Ειρήνη την ίδια ημέρα, μπορούν να δώσουν απαντήσεις σε ένα πολύ πιο θεμελιώδες ερώτημα: Τις πταίει; Ερώτημα για το οποίο, ιδίως η Μέρκελ ως η πλέον μακρόβια ηγέτης στην ΕΕ που επί των δικών της ημερών θέριεψαν και πάλι αυτές οι τάσεις έπειτα από δεκαετίες ύπνωσης, οφείλει, αντί να ρητορεύει εν κενώ, να δώσει αληθινές απαντήσεις. Γιατί πριν από 15 περίπου χρόνια παρέλαβε μια Γερμανία και, ουσιαστικά, μία Ευρώπη που αυτά δεν υπήρχαν και, τώρα, ετοιμάζεται να «παραδώσει» μία εντελώς διαφορετική, στην οποία οι διαλυτικές τάσεις και οι αποσχιστικές αντιλήψεις κυριαρχούν;
Τον εθνικισμό και τον λαϊκισμό δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορεί μόνο στα λόγια και μόνο εκ των υστέρων. Πρέπει, αν πιστεύει σε αυτά που λέει και δεν υποκρίνεται, να τους πολεμά στις ρίζες τους. Οχι να τους ενισχύει επί της ουσίας διαρκώς και επί χρόνια για να τους κατακεραυνώνει μετά σε διεθνείς συναντήσεις και σε μεγαλεπήβολα σόου στις κάμερες. Οι ηγέτες που κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου με τέτοιες δραματικές εκκλήσεις, αντί να υποδύονται τις Κασσάνδρες, οφείλουν να εξηγήσουν γιατί συμβαίνουν όλα αυτά επί των ημερών τους και υπό την εξουσία τους. Ούτε θέλουν όμως, ούτε και μπορούν να το κάνουν, καθώς αυτό νομοτελειακά θα οδηγούσε στην αναγνώριση του χειρότερου είδους λαϊκισμού που οι ίδιοι πρώτοι όλων συνεχώς ασκούν και ο οποίος γεννά όλους τους άλλους: στην απροσχημάτιστη υποκρισία.
Η Ευρώπη έχει μακρά παράδοση στην υποκρισία. Ομως, το μεταπολεμικό κοινό οικοδόμημα, ακριβώς επειδή η καταστροφή που είχε προηγηθεί ήταν σαρωτική, διέθετε κάτι που σήμερα έχει πια εκ νέου χαθεί εντελώς: ειλικρίνεια. Οι «πατέρες» της ΕΟΚ ήταν ειλικρινείς στη θέλησή τους να ενώσουν κι όχι να διχάσουν, να δείξουν αλληλεγγύη και όχι να επαναλάβουν τους εθνικούς ανταγωνισμούς ισχύος. Να είναι συμβατοί με τους λαούς και όχι σε απόσταση από αυτούς. Κάτι τέτοιο, τα τελευταία 15 χρόνια, όχι απλώς δεν συμβαίνει, αλλά η αντίθετη τάση έχει γίνει καθεστώς, γεννώντας το κενό που ο λαϊκισμός και ο εθνικισμός έρχονται, δυστυχώς, να καλύψουν. Η πρωταρχική ευθύνη, όμως, βαρύνει αποκλειστικά αυτούς που κυβερνούν, όσα δάκρυα κι αν χύσουν από την «αγωνία» τους για το αύριο…