Επιλέξατε έναν μικρό χώρο για να κάνετε τις εμφανίσεις σας.
Τα μεγάλα μαγαζιά και τα πολυήμερα λάιβ ανήκουν στο παρελθόν. Και πίστεψέ με, δεν τα θυμάμαι με νοσταλγία. Κάθε εποχή με κάθε καινούργια συνθήκη έρχεται για να σου μάθει κάτι διαφορετικά. Δεν είμαι από εκείνους που θρηνούν τα περασμένα μεγαλεία. Κοιτάζω τι μπορώ να πάρω, να μάθω από αυτό που ζω τώρα. Και όλα όσα έρχονται στη ζωή έχουν κάτι να μας δώσουν, να μας μάθουν.
Ησασταν πάντα έτσι αισιόδοξη;
Ε όχι, πέρασα δύσκολα. Ηταν μια αδυσώπητη εποχή και οι συνθήκες τη νύχτα πολύ σκληρές, ιδιαίτερα για ένα κορίτσι. Ημουν 14 ετών όταν τραγουδούσα στο πάλκο. Θυμάμαι μια φορά που ο πατέρας μου είπε σε έναν μαγαζάτορα «τραγουδίστρια είναι. Τι θα την κάνουμε, πουτάνα;».
Οι καλές όψεις της ζωής σας;
Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος που γνώρισα τον Βαγγέλη Ξύδη, τον άνδρα μου. Τον ερωτεύτηκα γιατί τον θαύμαζα και για την ομορφιά του και γι’ αυτό που ήταν. Οταν τον γνώρισα, ήταν τραγουδιστής κι εκείνος. Εγω προπορεύθηκα. Εκανε πίσω για να γίνω η Ελένη Βιτάλη που είμαι τώρα. Ολα αυτά που ήθελε να μου μεταλαμπαδεύσει ο πατέρας μου – με τον όχι και τόσο πετυχημένο τρόπο του – το έκανε εκείνος. Είχαν μάλιστα και μια κοινή αντίληψη με τον μπαμπά μου: «Ο τραγουδιστής ή πρέπει να είναι πολύ μεγάλος ή να μην τραγουδάει καθόλου» έλεγαν.
Τι κάνει έναν τραγουδιστή μεγάλο;
Βεβαίως το ταλέντο, αλλά δεν μπορεί να βασιστεί σε αυτό. Οι πληγές που τον διαμόρφωσαν, πιστεύω. Το παράπονο που βγαίνει από τα χείλη του όταν τραγουδάει. Να μπορεί να βυθίζεται στο μέσα του και να αναδύεται ο κόσμος του, να τον φτιάχνει και να τον γκρεμίζει την ίδια στιγμή.
Τι είναι αυτό που σας έχει κάνει καλλιτέχνιδα κοινής αποδοχής: Σας αγαπάνε και σας αποδέχονται οι ροκάδες, οι λαϊκοί, οι έντεχνοι, οι ράπερ, οι εμπορικοί. Εχετε κάτι το αδιαφιλονίκητο…
Μετά τον «Μανωλιό» – το ελαφρύ, χαριτωμένο αλλά καθόλου κακόγουστο τραγουδάκι – γνώρισα τη μεγαλύτερη αποδοχή. Στην αρχή η αλήθεια είναι ότι δεν το συμπαθούσα. Για την ιστορία, να πούμε ότι το είχε περάσει στο Φεστιβάλ ο Μάνος Χατζιδάκις. Θυμάμαι ότι έλεγα στον Αλέκο Πατσιφά «δεν θέλω να το πω. Τι είναι αυτό;». Είχε γράψει ο Γιάννης Μήτσικας – ο ίδιος που έγραψε και τον «Μανωλιό» – και ένα άλλο υπέροχο τραγούδι. Τους το χρωστάω και στους δύο. Για να σου απαντήσω, όμως, πιστεύω ότι έχω δώσει στον καίσαρα αυτά που του ανήκουν. Κράτησα το «τίποτα» και το «όλο». Είναι πολύ σημαντικό για μένα να έρθει κάποιος για ν’ ακούσει τα τραγούδια που άκουγε ο πατέρας του. Αυτό σημαίνει ότι κάτι συμβαίνει ανάμεσα σε μένα και στον κόσμο. Δημιουργείται αυτή η αόρατη κλωστή που μας συνδέει, που μας ενώνει. Ισως επίσης με συμπαθούν γιατί βλέπουν το πάθος μου γι’ αυτό που κάνω και για την ίδια τη ζωή.
Το τραγούδι ήταν αφορμή για να ζήσετε όπως θέλετε;
Δεν ξέρω τι ήταν το τραγούδι για μένα. Εχω όμως μια εικόνα. Οταν ήμουν πιο μικρή, πήγαινα στις οικοδομές – τότε χτιζόταν η Αθήνα – και μου άρεσε ν’ ακούω τη φωνή μου με βάθος. Τραγουδούσα Φούλη Δημητρίου και Πόλυ Πάνου. Επίσης, όταν έλειπε η μαμά μου, έκανα – το κλασικό – πρόβες μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας. Προσποιούμουν ότι μπουκάρω στην πίστα και έλεγα στο κοινό που με αποθέωνε «ευχαριστώ, ευχαριστώ». Είχα την πετριά! Μεγάλο ψώνιο.
Επαιξε ρόλο το περιβάλλον όπου μεγαλώσατε;
Ηταν σχεδόν όλοι μουσικοί. Ο μπαμπάς μου έπαιζε σαντούρι και η μαμά μου κιθάρα και τραγουδούσε. Πήγαινα στο θέατρο από τεσσάρων ετών και θυμάμαι τον Μίμη Φωτόπουλο να με έχει αγκαλιά. Τότε στα διαλείμματα των παραστάσεων είχαν ζωντανή μουσική και οι γονείς μου τραγουδούσαν.
Χάσατε ποτέ το ενδιαφέρον σας για το τραγούδι;
Βέβαια. Οταν παντρεύτηκα και γέννησα τον γιο μου, τον Νίκο. Ομως, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα, πήγα να τραγουδήσω σε δυο-τρία «σκυλάδικα». Αλλά δεν άντεξα το κλίμα και έφυγα. Δεν μπορούσα να κάθομαι στα τραπέζια, ούτε να κάνω «κατάσταση». Ενιωσα μέσα μου αλλιώς, οπότε έφυγα. Ετσι έγραψα και τον στίχο «και μην το παίξεις γκόμενα και φοβηθεί η κοπέλα».
Πιεστήκατε;
Κάθε φορά που πιεζόμουν οικονομικά και ήθελα χρήματα, έγραφα ένα σουξέ, όπως τα «Καράβια». Θυμάμαι ότι είχα μείνει ταπί, είχα και τη μάνα μου άρρωστη, και τα έξοδα να τρέχουν. Ο,τι έπαιρνα από την ΑΕΠΙ – παίρναμε κάποια τότε – και από την Ερατώ έφευγαν σε ελάχιστο χρόνο. Θυμάμαι ότι επέστρεψα στη σκηνή την ημέρα που πέθανε ο Αλέκος Παναγούλης. Πρωτομαγιά του 1976. Ημουν λεχώνα και έδεσα το στήθος μου για να μην τρέχει το γάλα. Κάποια στιγμή, την ώρα που τραγουδούσα, βλέπω μια κυρία να μου κάνει νόημα και να μου δείχνει το πάτωμα. Είχε δημιουργηθεί μια μικρή λίμνη από το γάλα που έβγαινε.
Σκηνή από ταινία…
Μα ήταν σκληρά κινηματογραφικά χρόνια. Οπως είναι η νύχτα. Οσο ποιητικά και τρυφερά να θες να δεις την τέχνη του τραγουδιού, το βράδυ διαμορφώνεται ένα άλλο περιβάλλον. Πίνει ο άλλος, μεθάει, θέλει να ξεσπάσει. Τα ζούσα από μικρό παιδάκι γιατί οι γονείς μου δεν είχαν πού να με αφήσουν. Το ίδιο έκανα κι εγώ με τον γιο μου. Από έξι μηνών τον είχα στις παραστάσεις μου. Αλλά τότε ήταν καλύτερα τα περιβάλλοντα. Δεν σταματούσαμε ποτέ να δουλεύουμε με τον Βαγγέλη. Τώρα θυμήθηκα κάτι που είχε πει η Πολυδούρη. Οταν τους κυνηγούσανε με τον Καρυωτάκη ένα βράδυ, τον άφησε να φύγει και έπιασαν αυτή. Το συζήτησε με μια φίλη της και της απάντησε: «Εγώ δεν αγάπησα ήρωα, αγάπησα ποιητή». Ετσι τον θυμάμαι, σαν ποιητή.
Ησασταν παιδί 20 χρονών και ζούσατε σε βάναυσα επαγγελματικά περιβάλλοντα. Είχατε ν’ αντιμετωπίσετε τον μαγαζάτορα που σας ζητούσε να πάτε στο τραπέζι, τον αγενή και μεθυσμένο πελάτη…
Αλλά και την ειρωνεία και το ποτήρι που πέταγε για να σπάσει και κινδύνευε να μας τραυματίσει. Εγινα παπατζής. Ελεγα μέσα μου «να βγει αυτό το βράδυ να πληρωθώ και να φύγω». Με ωρίμασε απότομα αυτή η αγοραία πλευρά της δουλειάς, που είναι τα λεφτά και η προβολή. Από ένα σημείο και έπειτα μιλούσα κατευθείαν με τους καταστηματάρχες.
Πότε αρχίσατε να επιβάλλεστε;
Από τότε που έγινα όνομα. Μετά τον δίσκο με τον Σούκα, το «Βάρα μου το ντέφι». Τότε πήρα το τιμόνι στα χέρια. Σιγά σιγά με εμπιστεύτηκαν και οι μεγάλοι δημιουργοί και τραγουδιστές, ο Νταλάρας, ο Σπανουδάκης, ο Κραουνάκης.
Το χάσατε ποτέ το τιμόνι ξανά;
Φυσικά. Πριν από πέντε χρόνια. Βυθίστηκα στο απόλυτο σκοτάδι. Επεφτα να κοιμηθώ και δεν ήθελα να ξυπνήσω. Εν τω μεταξύ η δουλειά μου συνέχιζε την ημέρα κανονικά. Πήγαινα σε πρόβες, προγραμμάτιζα την περιοδεία. Αλλά το βράδυ ζούσα την κόλαση.
Πώς βγήκατε από αυτή;
Χάρη σε έναν άνθρωπο που ήταν συνεχώς δίπλα μου. Την αδελφική μου φίλη και συνεργάτριά μου, την Κυριακή. Ηθελα ν’ αυτοκτονήσω και με κράτησε στην κυριολεξία στη ζωή. Επέστρεψα χάρη σ’ αυτή. Βεβαίως ήταν κοντά μου και η οικογένειά μου. Αλλά εκείνη την περίοδο χρειαζόμουν συνεχώς ένα άτομο δίπλα μου να με προσέχει. Και δεν έλειψε στιγμή.
Η μεγαλύτερη επιθυμία σας τώρα;
Την έχω κάνει πράξη. Η ηρεμία της ψυχής μου.
Πώς την αποκτήσατε;
Με το σταμάτημα του νου. Αυτό το πράγμα με έκανε να συνεχίσω να τραγουδάω και να ξανοιχτώ για να ξανακερδίζω τη ζωή.