Ο Μαξίμ Γκόρκι μάς έχει κληροδοτήσει ένα συνταρακτικό βιβλίο με τίτλο: «Τα σχολειά μου». Εκεί αυτός ο γιος μουζίκων που βγήκε στη βιοπάλη σχεδόν παιδάκι, που κοιμόταν στις αποθήκες των μαγαζιών, που εργαζόταν και έτρωγε συχνά στα άσυλα των φτωχών σπούδασε τη ζωή σ’ όλες τις όψεις της, θετικές και αρνητικές. Αυτό που λέγεται συχνά από τους ανθρώπους της πείρας, ότι η ζωή είναι μεγάλο σχολείο, δεν είναι μόνο μια αλήθεια, αλλά και μια αδήριτη ανάγκη.
Παλιότερα είχα αναφερθεί στη δική μου εμπειρία, αφού είχα την τύχη μέσα στην Κατοχή σε μικρή κωμόπολη να πάρω τα πρώτα μαθήματα, με κλειστά σχολεία, από μια θεία δασκάλα με σπουδές στο εξωτερικό στις μεθόδους του Σχολείου Εργασίας. Ετσι, παραπέμποντας στον «Αιμίλιο» του Ρουσσώ, σπούδασα τη φύση, τα φαινόμενα, τη ζωή και τον θάνατο μέσα από την παρατήρηση των φυτών, των ζώων, των γεωργικών και οικοδομικών, των ποιμενικών και των οικιακών εργασιών στην πράξη της καθημερινότητας. Δίπλα στην υφάντρα στον αργαλειό, στο πατητήρι των σταφυλιών, στο «πέρασμα» του καπνού, στον θερισμό, στον μύλο, στην τράτα και στην καθετή, στους μεταξοσκώληκες, στα κουνέλια, στο άρμεγμα της αγελάδας, στο πήξιμο του γιαουρτιού, στα καλούπια για να χυθεί και να πήξει η πλάκα του σαπουνιού, στην πηχτή, στα λουκάνικα, στο άνοιγμα του φύλλου για την πίτα, αλλά και το «κάψιμο» του φούρνου, το ζύμωμα της κουλούρας και του καρβελιού, ο τραχανάς και οι χυλοπίτες, το τουρσί, οι τσακιστές ελιές στην αρμύρα, η πυρήνα από τα λιωμένα ελιοκούκουτσα που γινόταν πρώτη θερμική ύλη στο μαγκάλι.
Ηταν μεγάλη η εμπειρία να παρακολουθώ τη μάνα μου και τις αδελφές της να πλέκουν πουλόβερ, να κεντούν σεντόνια, κουβέρτες, μαξιλαροθήκες, κουρτίνες, τραπεζομάντιλα.
Η πρώτη μου μαθητική τσάντα που κρεμούσα στον ώμο ήταν πάνινη και πλεγμένος στο χέρι ο σκούφος σκέπαζε ώς και τα αφτιά, πηγαίνοντας αργότερα σχολείο.
Και τα παιχνίδια μας ήταν και πολλά και αυτοσχέδια. Το πατίνι με ρουλεμάν από τα απόμαχα αυτοκίνητα. Ζάντες αυτοκινήτου, στεφάνια βαρελιών, ξυλίκια, σφεντόνες και ξύλινα όπλα. Αυτά τα τελευταία τα είχαμε την Κατοχή στις περιοχές όπου δεν πάταγαν οι κατακτητές και παίζαμε τους αντάρτες!
Γυάλινες γκαζές ούτε τις ξέραμε ούτε τις χρειαζόμασταν. Είχαμε βόλους έγχρωμους από πηλό. Και παίζαμε τα σκλαβάκια και τους κλέφτες και αστυνόμους και σίγουρα κρυφτό και μακριά γαϊδούρα.
Η μόνη «θεατρική» διασκέδαση ήταν ο Καραγκιόζης, όταν πλανόδιοι καραγκιοζοπαίχτες περιόδευαν στην επαρχία. Βέβαια στην Κατοχή είχαμε την τύχη να δούμε τις φιγούρες του Βασίλη Ρώτα με σκηνικά και ζωγραφικές αφίσες του Ασαντούρ Μπαχαριάν. Μάθαμε να ψωνίζουμε κόλλες με φιγούρες, να τις κολλάμε με αλευρόκολλα σε χασαπόχαρτο και να τις κόβουμε με το ψαλίδι.
Τα ανοίγματα στις φιγούρες, μάτια, στόμα, κουμπότρυπες, γινόντουσαν με ένα κοπίδι που δεν ήταν άλλο από ένα ατσαλόκαρφο που το κάναμε με μια ποταμόπετρα κοφτερό στην άκρη.
Φορούσαμε ελβιέλες που τις ασπρίζαμε με στουπέτσι και τα μαγιό μας ήταν τα ίδια με τα μπλε από χοντρό υφαντό ύφασμα που ήταν και τα παντελονάκια της γυμναστικής.
Δεν είναι νοσταλγικά όλα όσα σήμερα καταθέτω εδώ. Βλέποντας τα σημερινά παιδιά να ζούνε αποκλειστικά με τον εικονικό κόσμο του Διαδικτύου, να μην έχουν ποτέ πιάσει στα χέρια τους στάχυα, μετάξι από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, να μην έχουν ποτέ τους πατήσει σταφύλια σε πατητήρι, να μην έχουν φτιάξει ένα κολλητήρι, κι ένα σεράι, μια καλύβα του Καραγκιόζη και έναν Μεγαλέξαντρο, να μην έχουν χτυπήσει την καμπάνα πένθιμα τη Μεγάλη Παρασκευή και χαρούμενα το Πάσχα, που δεν έχουν κάνει πατίνι στη γειτονιά της όμορφης συμμαθήτριας και δεν έχουν κρατήσει το λιβανιστήρι ακολουθώντας στα σταυροδρόμια τον Επιτάφιο, που δεν έχουν περάσει ώρες περιμένοντας στο ποτάμι να πιάσουν έναν βάτραχο να του βάλουν ένα τσιγάρο χύμα στο στόμα, να φουσκώνει και να σκάει…
Οχι, δεν είναι νοσταλγία όλα αυτά. Είναι μια τελετουργία όπου τιμάται το χέρι και το εφευρετικό μυαλό.