Στην πρόταση αναθεώρησης που υπέβαλε η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, το 1995, περιλαμβανόταν και το άρθρο 3 «προς την κατεύθυνση της προσθήκης εδαφίου με το οποίο θα κατοχυρώνεται το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας έναντι του Κράτους, θα αποσαφηνίζονται η διαδικασία ψήφισης και η θέση σε ισχύ του καταστατικού χάρτη της Εκκλησίας και θα επιτυγχάνεται, υπό την έννοια αυτή, ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας».
Η πρόταση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας της Ελλάδος και προσωπικά του τότε αρχιεπισκόπου Σεραφείμ, παρότι η Εκκλησία θα αποκτούσε έτσι την ευχέρεια να θεσπίζει μόνη της τον καταστατικό της χάρτη χωρίς παρέμβαση του κράτους, ενώ θα εξακολουθούσε να περιβάλλεται με συνταγματικές εγγυήσεις ως το πολυπληθέστερο και ιστορικότερο συλλογικό υποκείμενο άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας. Αμέσως εκδηλώθηκε και η ριζική διαφωνία της Νέας Δημοκρατίας. Με δεδομένη συνεπώς την αδυναμία συγκέντρωσης της αναγκαίας αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 και προκειμένου να μη διαμορφωθεί ένα πολιτικό αλλά και ιδεολογικό και ερμηνευτικό μέτωπο που θα έδινε εσφαλμένες διαστάσεις στο άρθρο 3, το οποίο θα παρέμενε τελικά αμετάβλητο, το ΠΑΣΟΚ απέσυρε την πρότασή του. Διατυπώθηκε όμως ταυτόχρονα στη Βουλή, στο πλαίσιο της αναθεωρητικής διαδικασίας, η δήλωση ότι η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώνεται απολύτως στο άρθρο 13 παρ. 1 που ανήκει στον σκληρό πυρήνα των μη υποκειμένων σε αναθεώρηση διατάξεων κατά το άρθρο 110 παρ. 1 και ότι το άρθρο 3 δεν μπορεί να θεμελιώσει παρεκκλίσεις.
Η Βουλή του 1993 διαλύθηκε τον Αύγουστο του 1996, μετά τη διαδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κώστα Σημίτη. Η πρώτη φάση της αναθεωρητικής διαδικασίας διακόπηκε. Στην πρόταση που υπέβαλε στις 4/6/1997 το ΠΑΣΟΚ στη νέα Βουλή δεν περιλήφθηκε το άρθρο 3, με βάση τα όσα είχαν προηγηθεί.
Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας είναι συνταγματικά ρυθμισμένες λόγω της πολιτικής, κοινωνικής και ιστορικής βαρύτητας των σχετικών θεμάτων. Ομως κρίσιμο δεν είναι πρωτίστως το άρθρο 3, αλλά το άρθρο 13 περί θρησκευτικής ελευθερίας. Αν δεν υπήρχε το άρθρο 3 και η Ορθόδοξη Εκκλησία έκανε πλήρη και εντατική χρήση των δικαιωμάτων της που απορρέουν από το άρθρο 13 και την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), τότε η κοινωνική και πολιτική της παρέμβαση θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ισχυρή από αυτή που απορρέει από τον χαρακτηρισμό της ως Εκκλησίας της επικρατούσας θρησκείας και από την ιδιότητά της ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου. Αλλωστε ΝΠΔΔ είναι και οι ισραηλιτικές κοινότητες, ενώ οι μουφτείες είναι κάτι περισσότερο από ΝΠΔΔ, είναι δημόσιες υπηρεσίες.
Υπήρχαν όμως μέχρι πριν από λίγα χρόνια – και εξακολουθούν σε κάποιον βαθμό να υπάρχουν στη χώρα μας – προβλήματα σχετικά με τον πλήρη σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας. Σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) με διάδικο της Ελλάδα έλυσαν χρονίζοντα προβλήματα και αναβάθμισαν το επίπεδο προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, φέρνοντάς το εκεί που ήθελε το κείμενο του Συντάγματος, αλλά αντιστεκόταν η νομοθετική, διοικητική και νομολογιακή αδράνεια. Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (περιορισμένης σύνθεσης 17 μελών) για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών προβαίνει σε μια ερμηνευτική χρήση της έννοιας της επικρατούσας θρησκείας, ακόμη και της επίκλησης της Αγίας Τριάδος στο προοίμιο του Συντάγματος, που οδηγεί δεκαετίες πίσω, πριν από τη δέσμη των ελληνικού ενδιαφέροντος αποφάσεων του ΕΔΔΑ για τη θρησκευτική ελευθερία. Αυτό όμως συνιστά τελικά παραβίαση του Συντάγματος που πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικά (το άρθρο 3 δεν συνιστά περιορισμό του άρθρου 13) και σε αρμονία με την ΕΣΔΑ.
«Επικρατούσα» θρησκεία δεν είναι ούτε η «κρατική» ούτε η «επίσημη» θρησκεία, αλλά η θρησκεία της μεγάλης πλειοψηφίας. Ενώ το προοίμιο δεν συνιστά θρησκευτική κλείδα ερμηνείας του Συντάγματος, αλλά επανάληψη του προοιμίου της διακήρυξης της πολιτικής υπόστασης και ανεξαρτησίας του επαναστατημένου έθνους ως γενέθλιας πράξης του κράτους.
Το κυριότερο όμως είναι ότι το άρθρο 3 δεν θεμελιώνει κανέναν περιορισμό της θρησκευτικής ελευθερίας και αυτό έχω, από το 2006, προτείνει να αποσαφηνιστεί και ρητά με την προσθήκη σχετικής ερμηνευτικής δήλωσης κάτω από το άρθρο 3.
Το άρθρο 3 υπηρετεί τελείως διαφορετικό σκοπό, όπως προκύπτει από την ιστορική του ερμηνεία. Ρυθμίζει τις σχέσεις της ελληνικής πολιτείας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως διεθνές νομικό πρόσωπο και δηλώνει τον σεβασμό της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τη διαμορφωμένη κατά το κανονικό δίκαιο σχέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος (δογματική ενότητα, καθεστώς Νέων Χωρών, Κρήτης, Δωδεκανήσου, αλλά και Αγίου Ορους σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 105). Για την ακρίβεια, το Σύνταγμα εισάγει δυο διαφορετικά συστήματα σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Ενα σύστημα συνταγματικά ρυθμισμένων σχέσεων (που εξειδικεύει ο νόμος) με την Εκκλησία της Ελλάδος και ένα σύστημα ομοταξίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το άρθρο 3 (με εξαίρεση την περιττή ρύθμιση περί του γλωσσικού τύπου της Αγίας Γραφής) λειτουργεί προστατευτικά για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη διεθνή νομική και κανονική του θέση, συμπεριλαμβανομένων των ιδιαίτερων εκκλησιαστικών καθεστώτων στην Ελλάδα που το αφορούν ευθέως.
Το Σύνταγμα είναι συνεπώς θρησκευτικά φιλελεύθερο. Αυτό είναι πιο προστατευτικό για τη θρησκευτική ελευθερία και ισότητα από τη λεγόμενη θρησκευτική ουδετερότητα. Η ουδετερότητα δεν είναι laïcité. Η laïcité είναι ιστορικά μια πολιτική θεολογία που συγγενεύει με τον δεϊσμό. Η θρησκευτική ουδετερότητα εμφανίζεται σε κράτη στα οποία συνυπάρχουν καθολικισμός και προτεσταντισμός. Η θρησκεία τοποθετείται στην ιδιωτική σφαίρα, ή μάλλον στη σφαίρα της κοινωνίας των πολιτών, το κράτος τηρεί ίσες αποστάσεις, χωρίς πίεση και χωρίς προτίμηση προς μια θρησκευτική κοινότητα, αλλά δεν είναι εχθρικό προς το θρησκευτικό φαινόμενο. Εφόσον στην ελληνική έννομη τάξη ισχύουν πλήρως το άρθρο 13 του Συντάγματος και το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, η προσθήκη της ρήτρας της θρησκευτικής ουδετερότητας, ενώ παραμένει η ρήτρα της επικρατούσας θρησκείας, δεν λύνει κάποιο πρόβλημα. Τα προβλήματα τα λύνει μια ερμηνευτική δήλωση με το περιεχόμενο που περιγράψαμε παραπάνω και ο σεβασμός της νομολογίας του ΕΔΔΑ. Για να αντιμετωπιστούν διοικητικές αδράνειας, όπως π.χ. η καύση των νεκρών, αρκεί μια απλή νομοθετική ρύθμιση.
Είναι βεβαίως προφανές ότι η συζήτηση περί θρησκευτικής ελευθερίας, θρησκευτικής ουδετερότητας και προστασίας της διεθνούς νομικής θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της σχέσης ομοταξίας αυτού και του ελληνικού κράτους δεν έχει καμία λογική σχέση με τα όσα περιλαμβάνονται στο πρόσφατο μνημόνιο Τσίπρα – Ιερώνυμου. Αυτό δεν συνιστά ούτε βήμα χωρισμού, ούτε δείγμα ουδετερότητας, ούτε έκφραση συναλληλίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αγνοήθηκε. Η νομική φύση της Εκκλησίας της Ελλάδος παραμένει αυτή του ΝΠΔΔ και οι κληρικοί της νομικά παραμένουν υπάλληλοι ΝΠΔΔ. Ομως η μισθοδοσία τους, αντί να συνιστά ατομική σχέση του καθενός κληρικού με το Δημόσιο, εξαρτάται πλέον από την ετήσια οικονομική επιχορήγηση του Δημοσίου προς την Εκκλησία της Ελλάδος ως ΝΠΔΔ που διοικείται συνοδικά μόνο από τους εν ενεργεία αρχιερείς της. Το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό καθεστώς του κλήρου δεν αποσαφηνίζεται. Η επιχορήγηση του κράτους προς την Εκκλησία θεμελιώνεται ως αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα εκκλησιαστική περιουσία, αλλά η αμφισβητούμενη εκατέρωθεν περιουσία καθίσταται αντικείμενο προς συνεκμετάλλευση από κοινή εταιρεία. Τα δικαιώματα που προβάλλουν τρίτοι στα επιμέρους ακίνητα θα κριθούν δικαστικά. Ενα τέτοιο μνημόνιο κάποιοι το θεώρησαν ως προοίμιο αποδοχής από την Εκκλησία της προτεινόμενης από τον ΣΥΡΙΖΑ αναθεώρησης του άρθρου 3. Κάποιοι το θεώρησαν ως πηγή αβεβαιότητας για τη μισθολογική και ασφαλιστική θέση του κλήρου. Κάποιοι ως επιβεβαίωση των διαχρονικών θέσεων της Εκκλησίας για την απαλλοτριωθείσα περιουσία της, αλλά η περιουσία χωρίς τη θεσμική προστασία δεν διευκολύνει τη σωτηριολογική αποστολή της Εκκλησίας. Κάποιοι το θεώρησαν ως διευκόλυνση της διοικούσας Εκκλησίας προς την κυβέρνηση που θέλει να δημιουργήσει ψευδείς εντυπώσεις για δήθεν κενές και διαθέσιμες θέσεις στο Δημόσιο ενόψει εκλογών. Το βέβαιο είναι ότι η έλλειψη διαφάνειας και σαφήνειας δεν βοηθούν ούτε την ψήφιση σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων από τη Βουλή ως αρμόδιο κρατικό όργανο, ούτε πολύ περισσότερο μια απροκατάληπτη και σοβαρή συζήτηση για την αναθεώρηση και τις συνταγματικά ρυθμισμένες σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας. Η συζήτηση για την αναθεώρηση του άρθρου 3 υπονομεύθηκε πριν καλά καλά αρχίσει. Το μυστήριο της θείας οικονομίας λειτουργεί, θα έλεγαν κάποιοι.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, εισηγητής της πλειοψηφίας στην αναθεωρητική διαδικασία 1995-2001