Μεγάλος ασθενής του ΕΣΥ παραμένει ο τομέας των Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), με τα δεδομένα να καταγράφουν σημαντικές ελλείψεις σε προσωπικό (τόσο σε ιατρικό όσο και σε νοσηλευτικό) αλλά και σε κλίνες, εικόνα που έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με το γεγονός ότι αποτελεί τον πλέον ευαίσθητο και σημαντικό πυλώνα της νοσοκομειακής φροντίδας.
«Η ΜΕΘ είναι η καρδιά ενός νοσοκομείου, γι’ αυτό και διεθνώς καταγράφεται μια αύξηση των κλινών εντατικής φροντίδας και ανάλογη μείωση των συμβατικών κλινών» υπογραμμίζει η Αναστασία Κοτανίδου, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας και πνευμονολόγος – εντατικολόγος, καθηγήτρια, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, Α’ Κλινική Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου Ευαγγελισμός.
Εντούτοις η χώρα μας διαγράφει τη… δική της πορεία, με τις συνέπειες να αποτυπώνονται καθημερινά στα δημόσια νοσοκομεία, εκεί όπου διασωληνωμένοι ασθενείς νοσηλεύονται σε απλούς θαλάμους.
Οι δραματικές αυτές εικόνες οφείλονται στην έλλειψη νοσηλευτικού και ιατρικού προσωπικού, με αποτέλεσμα τουλάχιστον 20% των κλινών ΜΕΘ να παραμένουν ερμητικά κλειστές.
Ειδικότερα, στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόλις έξι κλίνες ΜΕΘ ανά 100.000 κατοίκους, όταν στην Ευρώπη η τάση είναι το 15%-20% των κρεβατιών ενός νοσηλευτικού ιδρύματος να αφιερώνεται στην εντατική θεραπεία. Στις ΗΠΑ, δε, το σχετικό ποσοστό έχει αυξητική τάση.
ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΤΜΗΜΑ. Οι κλινικές εντατικής θεραπείας αποτελούν αυτόνομο τμήμα σε ένα νοσοκομείο, λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο, 365 ημέρες τον χρόνο και στελεχώνονται από εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, «το οποίο με τη χρήση σύγχρονου ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού υπηρετεί και φέρει αποκλειστικά την ευθύνη του ασθενούς “για τη μάχη στη ζωή”» προσθέτει η Αναστασία Κοτανίδου.
Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα την τελευταία 20ετία αντιστοιχούν 2,2 νοσηλευτές ανά κρεβάτι, όταν η αναλογία σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι 5-6 νοσηλευτές ανά κρεβάτι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στη φροντίδα των ασθενών. Ακόμη όμως και εντός των ελληνικών συνόρων υπάρχουν διαφοροποιήσεις: στα ιδιωτικά θεραπευτήρια αντιστοιχεί συνήθως μία νοσηλεύτρια ανά κλίνη, ενώ στα δημόσια νοσοκομεία ο κανόνας είναι μία νοσηλεύτρια ανά δύο κλίνες. Ωστόσο, κατά τις νυχτερινές βάρδιες ή την περίοδο των θερινών αδειών υπάρχουν περιπτώσεις όπου ένας νοσηλευτής αναλαμβάνει τη φροντίδα τριών ή ακόμη και τεσσάρων ασθενών.
Οι δύσκολες εργασιακές συνθήκες, όπως τις περιγράφουν έμπειροι εντατικολόγοι, είναι ένας από τους λόγους που εξηγεί το αναιμικό ενδιαφέρον των επιστημόνων να εξειδικευτούν στο συγκεκριμένο πεδίο, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται απειλητικά η νέα γενιά εντατικολόγων.
Τουλάχιστον 40 θέσεις για εξειδίκευση στις ΜΕΘ όλης της χώρας παραμένουν στα αζήτητα, με τον Ευαγγελισμό να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο νοσοκομείο της χώρας ήταν παραδοσιακά πόλος έλξης για τη δεξαμενή των νέων γιατρών, σήμερα όμως αριθμεί πέντε κενές θέσεις, γεγονός που προκαλεί αρρυθμίες στο πρόγραμμα εφημεριών.
ΑΓΚΑΘΙ ΟΙ ΑΠΟΣΠΑΣΕΙΣ. «Σημαντικά προβλήματα επίσης αποτελούν οι αποσπάσεις των γιατρών της Εντατικής. Περίπου το 1/7 των εντατικολόγων είναι αποσπασμένο σε άλλες θέσεις, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες σε άλλες ιατρικές ειδικότητες. Από τις θέσεις εξειδίκευσης στη Θεσσαλονίκη, 40% παραμένουν κενές, ενώ περισσότεροι από 50% που ολοκλήρωσαν την εξειδίκευσή τους αποχωρούν μετά την τροποποίηση του υπουργείου» σημειώνει από την πλευρά της η αντιπρόεδρος της Εταιρείας, αναισθησιολόγος – εντατικολόγος, συντονίστρια διευθύντρια ΜΕΘ στο νοσοκομείο Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης.
Οπως τονίζει, «τα προβλήματα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη διάσταση καθώς η Θεσσαλονίκη αποτελεί το μεγαλύτερο κέντρο μεταμοσχεύσεων και δωρεάς οργάνων πανελλαδικά».
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, παρά τις αντιξοότητες που αντιμετωπίζουν ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, στις ΜΕΘ του ΕΣΥ καταγράφεται υψηλό ποσοστό επιβίωσης των ασθενών που ανέρχεται στο 75%.