Το 1975 ο ζωγράφος Νίκος Κεσσανλής επιστρέφει στην Αθήνα μετά από μακρόχρονη διαμονή και καλλιτεχνική δράση στο Παρίσι διεκδικώντας την έδρα ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο. Στη συνέντευξή του στον Γ.Κ. Πηλιχό μιλάει για το εικαστικό πρόβλημα.
«Ουδέποτε ήμουν αποκομμένος απ’ τον τόπο. Ο τόπος δεν είναι ένα γεωγραφικό στίγμα – είναι ιδέα. Γι’ αυτήν την ιδέα θα μιλήσουμε τώρα. Το πνευματικό κλίμα το παρακολουθούσα σε μία γενική μορφή αλλά από το ’67, στις στιγμές δηλαδή που η ιδέα της Ελλάδας προσβάλλεται στην ουσία της πια, τότε διαγράφεται η απουσία μέσα μου αλλά σύγχρονα είμαι “παρών” σε κάθε στιγμή. Μέσα στην απουσία – παρουσία του τόπου πλησίασαν οι νέοι που βρισκόντουσαν αποκομμένοι στο Παρίσι. Αυτοί έγιναν από τότε η πατρίδα και ο τόπος. Μπροστά σε αυτούς ξεχάστηκαν επιτυχίες, καριέρες, εκθέσεις ή, τουλάχιστον, μπήκαν σε δεύτερη, τρίτη μοίρα.
– Οταν μιλάτε για τους νέους, εννοείτε τους νέους ζωγράφους που συναντήσατε έξω;
Οχι μόνο ζωγράφους. Στην περίοδο της επταετίας συναντούσα ένα πλατύ φάσμα από ποιητές, μουσικούς, κοινωνιολόγους και – φυσικά – ζωγράφους. Μέσα από όλους αυτούς έβλεπα να περνάει το πολιτιστικό πρόβλημα του τόπου ή μάλλον η απουσία του. Και εκεί , σ’ αυτές τις επαφές, μπορώ να πω ότι για πρώτη φορά γεννήθηκε η σχεδόν απραγματοποίητη επιθυμία να συνεργαστώ με αυτά τα παιδιά. Δεν εννοώ, βέβαια, να τους διδάξω – εννοώ συνεργασία ευρύτερη και ουσιαστική. Εννοώ ανταλλαγές, προσφορά, από μένα, της πείρας και των ευκαιριών που είχα να δω και να καταλάβω μερικά πράγματα, αλλά κι απ’ την πλευρά των νέων του ενθουσιασμού τους, των καινούργιων ιδεών τους, του πόθου τους για αλλαγή.
– Από δω λοιπόν ξεκινάει και η απόφασή σας να βάλετε υποψηφιότητα για την κενή έδρα ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο;
Ναι. Αισθανόμουν την ανάγκη να δουλέψω σ’ αυτό τον χώρο, όχι συμμετέχοντας στις πατροπαράδοτες εκθέσεις και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, αλλά παίρνοντας μέρος πιο ουσιαστικά στον χώρο της παιδείας.
Στη συνέχεια της συνομιλίας ρωτήσαμε τον Νίκο Κεσσανλή αν, ανεξάρτητα από τη διεκδίκηση της έδρας στο Πολυτεχνείο, σκέφτεται να παρουσιάσει δουλειά του στο ελληνικό κοινό, το οποίο δεν τον ξέρει παρά μόνο από δημοσιεύσεις έργων του ή από μελέτες πάνω στην τέχνη του. Και μαζί, τον ρωτήσαμε να μας πει ποια είναι η θέση του απέναντι στο εικαστικό πρόβλημα. Ο εξαίρετος καλλιτέχνης απάντησε:
– Πολύ σύντομα πρόκειται να γίνει στην Αθήνα μία αναδρομική έκθεση με αντιπροσωπευτικά έργα της όλης μέχρι σήμερα δουλειάς μου. Βιάζομαι όμως να απαντήσω στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Λοιπόν η θέση απέναντι στο πρόβλημα “ζωγραφική” ακολουθεί την ίδια ανάλυση που άρχισα πριν από δέκα χρόνια με το γκρουπ της μηχανικής ζωγραφικής, δηλαδή μία ανάλυση της δομής και της εικόνας με μηχανικά μέσα: πολλαπλασιασμός ή απομυθοποίησή της. Ειδικότερα, τον τελευταίο καιρό, η ανάλυση σε αναμορφώσεις ενός φαινομένου, είτε αυτό είναι ένας φυσικός χώρος, άνθρωπος ή αντικείμενο – γιατί στο τέλος έχουν την ίδια σημασία, μια κι αποτελούν μια μονάδα στον συμβατικό χώρο. Εν πάση περιπτώσει, ένα είναι το σημαντικό, ότι στα τελευταία έργα των τριών διαστάσεων συμβαίνει να συνυπάρχουν καταστάσεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Δηλαδή: η παράσταση, το αντικείμενο και η αναπαράστασή του».